πωλικός: Difference between revisions
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πωλικός''': -ή, -όν, ([[πῶλος]]) ὁ ἀνήκων εἰς πώλους ἢ νέους ἵππους, [[ἀπήνη]] π., [[ἅμαξα]] ([[τετράτροχος]]) συρομένη ὑπὸ πώλων ἢ ἡμιόνων, Σοφ. Ο. Τ. 802· οὕτω, π. ἄντυγες, [[ὄχος]], [[ὄχημα]], ζυγὰ Εὐρ. Ρῆσ. 567, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 623, κτλ.· πωλικοῖς διώγμασιν «τοῖς διὰ τῶν ἁρμάτων διώγμασιν» (Ἡσύχ.) ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 993· ― ἐν τοῖς ἀγῶσι, πωλικὸν ἅρμα, ἦτο τὸ [[ἐναντίον]] τοῦ ἅρμα τέλειον Συλλ. Ἐπιγρ. 1591b. 61., 2758 III.D· πρβλ. [[πῶλος]]. 2) ἐπὶ παντὸς νεαροῦ ζῴου, πωλικὸν [[ζεῦγος]] βοῶν, [[ζεῦγος]] νέων βοῶν, Ἀλκαῖος ἐν «Ἱερῷ γάμῳ» 1. 2. 3) ποιητ., π. ἑδώλια, τὰ διαμερίσματα τῶν κορασίων Αἰσχύλ. Θήβ. 454, πρβλ. [[πῶλος]] Ι. 3. ― Ἐπίρρ. πωλικῶς ἐνάλλεσθαι, δηλ. ὡς [[πῶλος]], Ἰσίδ. Θεσ. σ. 113, ἔκδ. Mi. | |lstext='''πωλικός''': -ή, -όν, ([[πῶλος]]) ὁ ἀνήκων εἰς πώλους ἢ νέους ἵππους, [[ἀπήνη]] π., [[ἅμαξα]] ([[τετράτροχος]]) συρομένη ὑπὸ πώλων ἢ ἡμιόνων, Σοφ. Ο. Τ. 802· οὕτω, π. ἄντυγες, [[ὄχος]], [[ὄχημα]], ζυγὰ Εὐρ. Ρῆσ. 567, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 623, κτλ.· πωλικοῖς διώγμασιν «τοῖς διὰ τῶν ἁρμάτων διώγμασιν» (Ἡσύχ.) ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 993· ― ἐν τοῖς ἀγῶσι, πωλικὸν ἅρμα, ἦτο τὸ [[ἐναντίον]] τοῦ ἅρμα τέλειον Συλλ. Ἐπιγρ. 1591b. 61., 2758 III.D· πρβλ. [[πῶλος]]. 2) ἐπὶ παντὸς νεαροῦ ζῴου, πωλικὸν [[ζεῦγος]] βοῶν, [[ζεῦγος]] νέων βοῶν, Ἀλκαῖος ἐν «Ἱερῷ γάμῳ» 1. 2. 3) ποιητ., π. ἑδώλια, τὰ διαμερίσματα τῶν κορασίων Αἰσχύλ. Θήβ. 454, πρβλ. [[πῶλος]] Ι. 3. ― Ἐπίρρ. πωλικῶς ἐνάλλεσθαι, δηλ. ὡς [[πῶλος]], Ἰσίδ. Θεσ. σ. 113, ἔκδ. Mi. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> de poulain : πωλικὴ [[ἀπήνη]] SOPH char traîné par de jeunes chevaux;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> de jeune fille.<br />'''Étymologie:''' [[πῶλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, (πῶλος)
A of foals, fillies, or young horses, π. ἀπήνη a chariot drawn by young horses or (generally) by horses, S.OT802; so π. ἄντυγες, ὄχημα, ζυγά, ὄχος, E.Rh.567,621, IA619,623, etc.; π. διώγματα pursuit in a chariot drawn by young horses, Id.Andr.992; in races, π. τέθριππον, opp. τέλεον τέθριππον, IG5(2).549 (Arc., iv B.C.); ἵππων πωλικῷ ζεύγει ib.22.2311.52; συνωρὶς π. ib.42(1).101.46 (Epid., i A.D.), Supp.Epigr.1.380b (Samos, ii B.C.); ἅρμα π. IG42(1).101.48. 2 of any young animal, -κὸν ζεῦγος βοῶν a team of young oxen, Alc.Com.14. 3 poet., π. ἑδώλια the girls' apartments, A. Th.454 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 827] von Fohlen, junge Pferde betreffend; ἀπήνη πωλική, ein mit jungen Pferden bespannter Wagen, Soph. O. R. 802; πωλικῷ δαμεὶς ὄχῳ, Eur. I. A. 623; πωλικῶν ἐξ ἀντύγων, Rhes. 567; überh. von jungen Thieren, πωλικὸν ζεῦγος βοῶν, Alcaeus bei Phot.; und übertr. = παρθενικός, jungfräulich, ἑδώλια, Aesch. Spt. 436; χνοῦς, Theodorid. 6 (VI, 156).
Greek (Liddell-Scott)
πωλικός: -ή, -όν, (πῶλος) ὁ ἀνήκων εἰς πώλους ἢ νέους ἵππους, ἀπήνη π., ἅμαξα (τετράτροχος) συρομένη ὑπὸ πώλων ἢ ἡμιόνων, Σοφ. Ο. Τ. 802· οὕτω, π. ἄντυγες, ὄχος, ὄχημα, ζυγὰ Εὐρ. Ρῆσ. 567, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 623, κτλ.· πωλικοῖς διώγμασιν «τοῖς διὰ τῶν ἁρμάτων διώγμασιν» (Ἡσύχ.) ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 993· ― ἐν τοῖς ἀγῶσι, πωλικὸν ἅρμα, ἦτο τὸ ἐναντίον τοῦ ἅρμα τέλειον Συλλ. Ἐπιγρ. 1591b. 61., 2758 III.D· πρβλ. πῶλος. 2) ἐπὶ παντὸς νεαροῦ ζῴου, πωλικὸν ζεῦγος βοῶν, ζεῦγος νέων βοῶν, Ἀλκαῖος ἐν «Ἱερῷ γάμῳ» 1. 2. 3) ποιητ., π. ἑδώλια, τὰ διαμερίσματα τῶν κορασίων Αἰσχύλ. Θήβ. 454, πρβλ. πῶλος Ι. 3. ― Ἐπίρρ. πωλικῶς ἐνάλλεσθαι, δηλ. ὡς πῶλος, Ἰσίδ. Θεσ. σ. 113, ἔκδ. Mi.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 de poulain : πωλικὴ ἀπήνη SOPH char traîné par de jeunes chevaux;
2 p. anal. de jeune fille.
Étymologie: πῶλος.