ἱμερόγυιος: Difference between revisions

From LSJ

οὗτοςυἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.

Source
(6_17)
(17)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱμερόγυιος''': -ον, ὁ ἔχων ἱμερόεντα γυῖα, ἐρατινὰ [[μέλη]] τοῦ σώματος, Βακχυλ. 12, 137, ἔκδ. Blass.
|lstext='''ἱμερόγυιος''': -ον, ὁ ἔχων ἱμερόεντα γυῖα, ἐρατινὰ [[μέλη]] τοῦ σώματος, Βακχυλ. 12, 137, ἔκδ. Blass.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἱμερόγυιος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ωραία [[μέλη]] του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἵμερος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γυιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γυῖον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγλαό</i>-<i>γυιος</i>, <i>λιπό</i>-<i>γυιος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμερόγυιος Medium diacritics: ἱμερόγυιος Low diacritics: ιμερόγυιος Capitals: ΙΜΕΡΟΓΥΙΟΣ
Transliteration A: himerógyios Transliteration B: himeroguios Transliteration C: imerogyios Beta Code: i(mero/guios

English (LSJ)

[ῑ], ον,

   A with lovely limbs, B.12.137.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμερόγυιος: -ον, ὁ ἔχων ἱμερόεντα γυῖα, ἐρατινὰ μέλη τοῦ σώματος, Βακχυλ. 12, 137, ἔκδ. Blass.

Greek Monolingual

ἱμερόγυιος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραία μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + -γυιος (< γυῖον), πρβλ. αγλαό-γυιος, λιπό-γυιος].