ἐπίχολος: Difference between revisions
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίχολος''': -ον, (χολὴ) [[πλήρης]] χολῆς, [[χολώδης]], πυρετοὶ Ἱππ. π. Ἀγμ. 775· μεταφ., [[ὀργίλος]], [[εὐερέθιστος]], Φιλόστρ. 580· ταῖς ὀργαῖς Πλούτ. 2. 129C. ΙΙ. ἐνεργ., γεννῶν, παράγων χολήν, [[ποίη]] ἐπιχολωτάτη Ἡρόδ. 4. 58, [[ὅπου]] προὐτάθη ἡ [[διόρθωσις]] ἐπιχυλοτάτη (ἐκ τοῦ [[χυλός]]), ἀλλ’ ἴδε Αἰλ. π. Ζ. 16. 26. | |lstext='''ἐπίχολος''': -ον, (χολὴ) [[πλήρης]] χολῆς, [[χολώδης]], πυρετοὶ Ἱππ. π. Ἀγμ. 775· μεταφ., [[ὀργίλος]], [[εὐερέθιστος]], Φιλόστρ. 580· ταῖς ὀργαῖς Πλούτ. 2. 129C. ΙΙ. ἐνεργ., γεννῶν, παράγων χολήν, [[ποίη]] ἐπιχολωτάτη Ἡρόδ. 4. 58, [[ὅπου]] προὐτάθη ἡ [[διόρθωσις]] ἐπιχυλοτάτη (ἐκ τοῦ [[χυλός]]), ἀλλ’ ἴδε Αἰλ. π. Ζ. 16. 26. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> bilieux ; irascible;<br /><b>2</b> qui produit de la bile;<br /><i>Sp.</i> ἐπιχολώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[χολή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A full of bile, bilious, πυρετοί Hp.Fract.35 ; splenetic, ill-tempered, Philostr. VS2.8.2 ; ταῖς ὀργαῖς Plu.2.129c. II Act., producing bile, ποίη -ωτάτη Hdt.4.58.
German (Pape)
[Seite 1004] gallig, voll Galle, gallsüchtig, σῶμα, Hippocr.; – ὀργαῖς ἐπίχολοι, zum Zorne geneigt, jähzornig, Plut.; σοφιστῶν θερμότατος καὶ ἐπιχολώτατος Philostr. Soph. 2, 8. – Akt., das Wachsen der Galle befördernd, ποίη ἐπιχολωτάτη Her. 4, 58; vgl. aber ἐπίχυλος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίχολος: -ον, (χολὴ) πλήρης χολῆς, χολώδης, πυρετοὶ Ἱππ. π. Ἀγμ. 775· μεταφ., ὀργίλος, εὐερέθιστος, Φιλόστρ. 580· ταῖς ὀργαῖς Πλούτ. 2. 129C. ΙΙ. ἐνεργ., γεννῶν, παράγων χολήν, ποίη ἐπιχολωτάτη Ἡρόδ. 4. 58, ὅπου προὐτάθη ἡ διόρθωσις ἐπιχυλοτάτη (ἐκ τοῦ χυλός), ἀλλ’ ἴδε Αἰλ. π. Ζ. 16. 26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 bilieux ; irascible;
2 qui produit de la bile;
Sp. ἐπιχολώτατος.
Étymologie: ἐπί, χολή.