σπλήν: Difference between revisions

From LSJ

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπλήν''': ὁ, γεν. σπληνός· - ἡ «σπλήνα», Ἡρόδ. 2. 47, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλωτ.» 1. 8· τὸν σπλῆνα ἐκβάλλειν, ἐπὶ τοῦ ἐκ τῆς μερίμνης καὶ στενοχωρίας ἀποθνήσκοντος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 3. 2) πληθ. σπλῆνες, [[πάθη]], [[ἀσθένεια]] τοῦ σπληνός, Ἱππ. Ἀφ. 1248. 3. 3) αἰγὸς [[σπλήν]], [[ὄνομα]] τῆς μαλάχης, Διοσκ. 2. 144. ΙΙ. = [[σπληνίον]], Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 745. (Συγγενὲς πρὸς τὸ [[σπλάγχνον]]· πρβλ. Σανσκ. plihan· Λατιν. lien· Σλαυ. slezena· Λιθ. bluznis).
|lstext='''σπλήν''': ὁ, γεν. σπληνός· - ἡ «σπλήνα», Ἡρόδ. 2. 47, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλωτ.» 1. 8· τὸν σπλῆνα ἐκβάλλειν, ἐπὶ τοῦ ἐκ τῆς μερίμνης καὶ στενοχωρίας ἀποθνήσκοντος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 3. 2) πληθ. σπλῆνες, [[πάθη]], [[ἀσθένεια]] τοῦ σπληνός, Ἱππ. Ἀφ. 1248. 3. 3) αἰγὸς [[σπλήν]], [[ὄνομα]] τῆς μαλάχης, Διοσκ. 2. 144. ΙΙ. = [[σπληνίον]], Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 745. (Συγγενὲς πρὸς τὸ [[σπλάγχνον]]· πρβλ. Σανσκ. plihan· Λατιν. lien· Σλαυ. slezena· Λιθ. bluznis).
}}
{{bailly
|btext=σπληνός (ὁ) :<br />rate.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. difficile dans le détail, apparenté à [[σπλάγχνον]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπλήν Medium diacritics: σπλήν Low diacritics: σπλήν Capitals: ΣΠΛΗΝ
Transliteration A: splḗn Transliteration B: splēn Transliteration C: splin Beta Code: splh/n

English (LSJ)

ὁ, gen. σπληνός:—

   A milt, spleen, Hdt.2.47, Hp.VM22, Ar. Fr.506.4, Antiph.222.8; τὸν σ. ἐκβαλεῖν, of one dying with anxiety, Ar.Th.3.    2 pl. σπλῆνες, affections of the spleen, Hp.Aph.3.22.    3 αἰγὸς σ., = μολόχη, mallow, Ps.-Dsc.2.118.    II = σπληνίον 1, Hp.Off.12. (Prob. cogn. with σπλάγχνον and with Skt. plīhán-, Lat. lien, Slav. slèzena, Lith. blužnìs.)

German (Pape)

[Seite 922] ὁ, gen. σπληνός, die Milz; Her. 2, 47; πρὶν τὸν σπλῆνα κομιδῇ μ' ἐκβαλεῖν, Ar. Thesm. 3; Plat. Tim. 72 c im plur., Milzsucht. – Auch ein Verband, wie σπλήνιον.

Greek (Liddell-Scott)

σπλήν: ὁ, γεν. σπληνός· - ἡ «σπλήνα», Ἡρόδ. 2. 47, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλωτ.» 1. 8· τὸν σπλῆνα ἐκβάλλειν, ἐπὶ τοῦ ἐκ τῆς μερίμνης καὶ στενοχωρίας ἀποθνήσκοντος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 3. 2) πληθ. σπλῆνες, πάθη, ἀσθένεια τοῦ σπληνός, Ἱππ. Ἀφ. 1248. 3. 3) αἰγὸς σπλήν, ὄνομα τῆς μαλάχης, Διοσκ. 2. 144. ΙΙ. = σπληνίον, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 745. (Συγγενὲς πρὸς τὸ σπλάγχνον· πρβλ. Σανσκ. plihan· Λατιν. lien· Σλαυ. slezena· Λιθ. bluznis).

French (Bailly abrégé)

σπληνός (ὁ) :
rate.
Étymologie: DELG étym. difficile dans le détail, apparenté à σπλάγχνον.