ὑποπίμπρημι: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(6_13a)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποπίμπρημι''': μέλλ. -πρήσω· ἀόρ. α΄ -έπρησα (ὡς ἀεὶ παρ’ Ἡροδ.)· - [[ἐμβάλλω]] πῦρ [[κάτωθεν]], πυρπολῶ, [[ἀνάπτω]] τι [[κάτωθεν]], τὴν ὕλην Ἡρόδ. 2. 107· τὰ φρύγανα ὁ αὐτ. 4. 69· ἤν τις ἐκείνας [τὰς ἕδρας] ὑποπίμπρῃσι Ἀριστοφ. Λυσ. 348· ὁ ἐνεστ. [[ὡσαύτως]] ἐν Πλουτ. Νικ. 16, καὶ παρὰ Δίωνι 44. 2) [[καίω]] ὡς ἐπὶ νεκρικῆς πυρᾶς, ὑποπρῆσαι πάσας (δηλ. τὰς γυναῖκας) σὺν αὐτῇ τῇ πόλει Ἡρόδ. 2. 111., 3. 45.
|lstext='''ὑποπίμπρημι''': μέλλ. -πρήσω· ἀόρ. α΄ -έπρησα (ὡς ἀεὶ παρ’ Ἡροδ.)· - [[ἐμβάλλω]] πῦρ [[κάτωθεν]], πυρπολῶ, [[ἀνάπτω]] τι [[κάτωθεν]], τὴν ὕλην Ἡρόδ. 2. 107· τὰ φρύγανα ὁ αὐτ. 4. 69· ἤν τις ἐκείνας [τὰς ἕδρας] ὑποπίμπρῃσι Ἀριστοφ. Λυσ. 348· ὁ ἐνεστ. [[ὡσαύτως]] ἐν Πλουτ. Νικ. 16, καὶ παρὰ Δίωνι 44. 2) [[καίω]] ὡς ἐπὶ νεκρικῆς πυρᾶς, ὑποπρῆσαι πάσας (δηλ. τὰς γυναῖκας) σὺν αὐτῇ τῇ πόλει Ἡρόδ. 2. 111., 3. 45.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑποπρήσω, <i>ao.</i> ὑπέπρησα, <i>etc.</i><br /><b>1</b> mettre le feu sous, acc.;<br /><b>2</b> brûler peu à peu <i>fig.</i><br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πίμπρημι]].
}}
}}

Revision as of 19:35, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποπίμπρημι Medium diacritics: ὑποπίμπρημι Low diacritics: υποπίμπρημι Capitals: ΥΠΟΠΙΜΠΡΗΜΙ
Transliteration A: hypopímprēmi Transliteration B: hypopimprēmi Transliteration C: ypopimprimi Beta Code: u(popi/mprhmi

English (LSJ)

aor. 1 -έπρησα (the only tense in Hdt.):—

   A set fire to, [ὕλην] Hdt.2.107; [τὰ φρύγανα] Id.4.69; ἤν τις ἐκείνας [τὰς ἕδρας] ὑποπίμπρῃσι Ar.Lys.348 (lyr.); the pres. also in Plu.Nic.16, Dio44.    2 burn as on a funeral-pyre, τινας Hdt.2.111, 3.45.

German (Pape)

[Seite 1228] (s. πίμπρημι), von unten od. allmälig anzünden; Ar. Lys. 348 im conj. praes.; aor., bei Her. 2, 107. 111.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπίμπρημι: μέλλ. -πρήσω· ἀόρ. α΄ -έπρησα (ὡς ἀεὶ παρ’ Ἡροδ.)· - ἐμβάλλω πῦρ κάτωθεν, πυρπολῶ, ἀνάπτω τι κάτωθεν, τὴν ὕλην Ἡρόδ. 2. 107· τὰ φρύγανα ὁ αὐτ. 4. 69· ἤν τις ἐκείνας [τὰς ἕδρας] ὑποπίμπρῃσι Ἀριστοφ. Λυσ. 348· ὁ ἐνεστ. ὡσαύτως ἐν Πλουτ. Νικ. 16, καὶ παρὰ Δίωνι 44. 2) καίω ὡς ἐπὶ νεκρικῆς πυρᾶς, ὑποπρῆσαι πάσας (δηλ. τὰς γυναῖκας) σὺν αὐτῇ τῇ πόλει Ἡρόδ. 2. 111., 3. 45.

French (Bailly abrégé)

f. ὑποπρήσω, ao. ὑπέπρησα, etc.
1 mettre le feu sous, acc.;
2 brûler peu à peu fig.
Étymologie: ὑπό, πίμπρημι.