μῖξις: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(6_8) |
(5) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῖξις''': -εως, ἡ, τὸ μιγνύειν, ἀναμιγνύειν, Ἐμπεδ. 100, καὶ [[συχν]]. παρὰ Πλάτ.· τινι [[πρός]] τι ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 260Β· περὶ τῆς διαφορᾶς πρὸς τὸ [[κρᾶσις]], ἴδε ἐν λ. [[κρᾶσις]]. II. [[ἀνάμιξις]], [[σχέσις]], συναφὴ μετ’ ἄλλων, ἰδίως ἡ σαρκικὴ [[μῖξις]] ἢ ἡ ἐμπορικὴ [[ἐπιμιξία]], Ἡρόδ. 1. 203, κ. ἀλλ.: [γυναικῶν] ἐπίκοινον τὴν μῖξιν ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. 4. 172· μ. [[πρός]] τινα Πλούτ. 2. 990D· ἐν τῇ τῶν παίδων μίξει, ἐν τῇ μίξει [[μετὰ]] γυναικὸς [[χάριν]] παιδοποιΐας, Πλάτ. Νόμ. 773D. | |lstext='''μῖξις''': -εως, ἡ, τὸ μιγνύειν, ἀναμιγνύειν, Ἐμπεδ. 100, καὶ [[συχν]]. παρὰ Πλάτ.· τινι [[πρός]] τι ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 260Β· περὶ τῆς διαφορᾶς πρὸς τὸ [[κρᾶσις]], ἴδε ἐν λ. [[κρᾶσις]]. II. [[ἀνάμιξις]], [[σχέσις]], συναφὴ μετ’ ἄλλων, ἰδίως ἡ σαρκικὴ [[μῖξις]] ἢ ἡ ἐμπορικὴ [[ἐπιμιξία]], Ἡρόδ. 1. 203, κ. ἀλλ.: [γυναικῶν] ἐπίκοινον τὴν μῖξιν ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. 4. 172· μ. [[πρός]] τινα Πλούτ. 2. 990D· ἐν τῇ τῶν παίδων μίξει, ἐν τῇ μίξει [[μετὰ]] γυναικὸς [[χάριν]] παιδοποιΐας, Πλάτ. Νόμ. 773D. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μῖξις:''' -εως, ἡ ([[μίγνυμι]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[ανακάτεμα]], ανάμειξη, σε Πλάτ.· βλ. [[κρᾶσις]].<br /><b class="num">II.</b> [[συναναστροφή]] με άλλους, [[ιδίως]] σεξουαλική [[επαφή]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:36, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 188] ἡ (so richtiger als μίξις), Mischung, Vermischung, bes. fleischliche, Beischlaf; μῖξις τουτέων ἐμφανής ἐστι, Her. 3, 101, ἐπίκοινον τῶν γυναικέων τὴν μῖξιν ποιεῦνται, 4, 172; λύπης τε καὶ ἡδονῆς, Plat. Phil. 47 d, öfter; ἐν τῇ τῶν παίδων μίξει, eheliche Verbindung zur Kinderzeugung, Legg. VI, 773 d; auch μηδεμίαν εἶναι μῖξιν μηδενὶ πρὸς μηδέν, Soph. 260 b; ἡ πρός τινα μ., Plut. Gryll. 7.
Greek (Liddell-Scott)
μῖξις: -εως, ἡ, τὸ μιγνύειν, ἀναμιγνύειν, Ἐμπεδ. 100, καὶ συχν. παρὰ Πλάτ.· τινι πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 260Β· περὶ τῆς διαφορᾶς πρὸς τὸ κρᾶσις, ἴδε ἐν λ. κρᾶσις. II. ἀνάμιξις, σχέσις, συναφὴ μετ’ ἄλλων, ἰδίως ἡ σαρκικὴ μῖξις ἢ ἡ ἐμπορικὴ ἐπιμιξία, Ἡρόδ. 1. 203, κ. ἀλλ.: [γυναικῶν] ἐπίκοινον τὴν μῖξιν ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. 4. 172· μ. πρός τινα Πλούτ. 2. 990D· ἐν τῇ τῶν παίδων μίξει, ἐν τῇ μίξει μετὰ γυναικὸς χάριν παιδοποιΐας, Πλάτ. Νόμ. 773D.
Greek Monotonic
μῖξις: -εως, ἡ (μίγνυμι),·
I. ανακάτεμα, ανάμειξη, σε Πλάτ.· βλ. κρᾶσις.
II. συναναστροφή με άλλους, ιδίως σεξουαλική επαφή, σε Ηρόδ.