3,243,923
edits
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυπλάνητος''': [ᾰ], -ον, = [[πολυπλανής]], ἐπὶ τῶν Πελασγῶν, Ἡρόδ. 1. 56· π. αἰὼν Εὐρ. Ἱππ. 1110· π. πόνοι, οἱ κόποι τῆς περιπλανήσεως, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1319. ΙΙ. ἐπὶ κτυπημάτων διδομένων κατὰ πᾶσαν διεύθυνσιν, Αἰσχύλ. Χο. 425· ― τὸ πολυπλάνητον, ἡ [[ἀστάθεια]], [[οἶδα]] τὸ πολυπλάνητον τῆς τύχης τῆς ἀστάτου Μανασσ. Χρον. 2876. | |lstext='''πολυπλάνητος''': [ᾰ], -ον, = [[πολυπλανής]], ἐπὶ τῶν Πελασγῶν, Ἡρόδ. 1. 56· π. αἰὼν Εὐρ. Ἱππ. 1110· π. πόνοι, οἱ κόποι τῆς περιπλανήσεως, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1319. ΙΙ. ἐπὶ κτυπημάτων διδομένων κατὰ πᾶσαν διεύθυνσιν, Αἰσχύλ. Χο. 425· ― τὸ πολυπλάνητον, ἡ [[ἀστάθεια]], [[οἶδα]] τὸ πολυπλάνητον τῆς τύχης τῆς ἀστάτου Μανασσ. Χρον. 2876. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui erre de tous côtés;<br /><b>2</b> qui tombe de tous côtés <i>en parl. de coups</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], πλανάομαι. | |||
}} | }} |