κατεξετάζω: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(6_4)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατεξετάζω''': ἀκριβῶς [[ἐξετάζω]], [[ἀναγνωρίζω]], [[δοκιμάζω]], ἄνδρα πολλοῖς κατεξητασμένον πολέμοις,- νόσῳ κατεξετασθεὶς καὶ κατασκελετευθεὶς Γεώργ. Ἀκροπολ.
|lstext='''κατεξετάζω''': ἀκριβῶς [[ἐξετάζω]], [[ἀναγνωρίζω]], [[δοκιμάζω]], ἄνδρα πολλοῖς κατεξητασμένον πολέμοις,- νόσῳ κατεξετασθεὶς καὶ κατασκελετευθεὶς Γεώργ. Ἀκροπολ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατεξετάζω]] (AM)<br />[[εξετάζω]] [[λεπτομερώς]] και προσεκτικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρίνω]], [[ανακρίνω]], [[αποφασίζω]], [[δικάζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>κατεξετάζομαι</i><br />α) δοκιμάζομαι («ἄνδρα πολλοῑς κατεξητασμένον πολέμοις», Γ. Ακροπ.)<br />β) εξετάζομαι [[λεπτομερώς]], με [[προσοχή]].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεξετάζω Medium diacritics: κατεξετάζω Low diacritics: κατεξετάζω Capitals: ΚΑΤΕΞΕΤΑΖΩ
Transliteration A: katexetázō Transliteration B: katexetazō Transliteration C: kateksetazo Beta Code: kateceta/zw

English (LSJ)

   A decide, try, δίκην Cod.Just.1.4.29 Intr.; examine carefully, Agath.5.9 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 1395] verstärktes ἐξετάζω, erst Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατεξετάζω: ἀκριβῶς ἐξετάζω, ἀναγνωρίζω, δοκιμάζω, ἄνδρα πολλοῖς κατεξητασμένον πολέμοις,- νόσῳ κατεξετασθεὶς καὶ κατασκελετευθεὶς Γεώργ. Ἀκροπολ.

Greek Monolingual

κατεξετάζω (AM)
εξετάζω λεπτομερώς και προσεκτικά
αρχ.
1. κρίνω, ανακρίνω, αποφασίζω, δικάζω
2. παθ. κατεξετάζομαι
α) δοκιμάζομαι («ἄνδρα πολλοῑς κατεξητασμένον πολέμοις», Γ. Ακροπ.)
β) εξετάζομαι λεπτομερώς, με προσοχή.