εἰνοσίφυλλος: Difference between revisions
From LSJ
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰνοσίφυλλος''': -ον, (ἔνοσις) ὁ [[μετὰ]] σειομένου φυλλώματος, «εἰνοσίφυλλον· σύνδενδρον, κινησίφυλλον· ἔνοσις γὰρ ἡ [[κίνησις]]· καὶ ἐκ τοῦ παρακολουθοῦντος [[σύνδενδρος]]» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Β. 632, κτλ. | |lstext='''εἰνοσίφυλλος''': -ον, (ἔνοσις) ὁ [[μετὰ]] σειομένου φυλλώματος, «εἰνοσίφυλλον· σύνδενδρον, κινησίφυλλον· ἔνοσις γὰρ ἡ [[κίνησις]]· καὶ ἐκ τοῦ παρακολουθοῦντος [[σύνδενδρος]]» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Β. 632, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui agite son feuillage.<br />'''Étymologie:''' [[ἔνοσις]], [[φύλλον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῐ], ον, (ἔνοσις)
A with quivering foliage, of wooded mountains, Il.2.632, Od.9.22, etc.
German (Pape)
[Seite 733] blätter-, laubschüttelnd, belaubt, waldig, von Bergen, Il. 2, 632 Od. 9, 22.
Greek (Liddell-Scott)
εἰνοσίφυλλος: -ον, (ἔνοσις) ὁ μετὰ σειομένου φυλλώματος, «εἰνοσίφυλλον· σύνδενδρον, κινησίφυλλον· ἔνοσις γὰρ ἡ κίνησις· καὶ ἐκ τοῦ παρακολουθοῦντος σύνδενδρος» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Β. 632, κτλ.