πελλαντήρ: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(6_11) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πελλαντήρ''': ῆρος, ὁ, ([[πέλλα]]) ὁ ἀμέλγων εἰς πέλλαν, ξυλίνην λεκάνην, Θεσσαλ. [[λέξις]] ἀντὶ [[ἀμολγεύς]], Ἡσύχ.· πελλητήρ, Κλείταρχος παρ’ Ἀθην. 495Ε. | |lstext='''πελλαντήρ''': ῆρος, ὁ, ([[πέλλα]]) ὁ ἀμέλγων εἰς πέλλαν, ξυλίνην λεκάνην, Θεσσαλ. [[λέξις]] ἀντὶ [[ἀμολγεύς]], Ἡσύχ.· πελλητήρ, Κλείταρχος παρ’ Ἀθην. 495Ε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br />αυτός που αρμέγει σε [[πέλλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέλλα]] (Ι) «[[αγγείο]] για [[άρμεγμα]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i>, πιθ. μέσω αμάρτυρου <i>πελλαίνω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>υγραν</i>-<i>τήρ</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (πέλλἀ
A one who milks into a pail, Hsch. ; πελλητήρ, Clitarch. ap. Ath. 11.495e ; also, = κύλιξ, Philet.ibid.
German (Pape)
[Seite 551] ῆρος, ὁ, auch πελλητήρ, ὁ, der Geltner, der Melker, thessalisch = ἀμολγεύς, Ath. XI, 495 e, wie Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πελλαντήρ: ῆρος, ὁ, (πέλλα) ὁ ἀμέλγων εἰς πέλλαν, ξυλίνην λεκάνην, Θεσσαλ. λέξις ἀντὶ ἀμολγεύς, Ἡσύχ.· πελλητήρ, Κλείταρχος παρ’ Ἀθην. 495Ε.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
αυτός που αρμέγει σε πέλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλλα (Ι) «αγγείο για άρμεγμα» + επίθημα -τήρ, πιθ. μέσω αμάρτυρου πελλαίνω (πρβλ. υγραν-τήρ)].