ἠῶθεν: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠῶθεν''': Δωρ. [[ἀῶθεν]], Ἐπίρρ. (ἠὼς) ὡς τὸ [[ἕωθεν]] (ὃ ἴδε), ἀπὸ πρωίας, «ἀπὸ τὴν αὐγήν», κατὰ τὰ «χαράγματα», Ἰλ. Λ. 555, Σ. 136, Ὀδ. Α. 372, κτλ.· [[ἠῶθεν]] μάλ᾿ ἦρι Ὀδ. Τ. 320· [[ἀῶθεν]] ἅμα δρόσῳ Θεόκρ. 15. 132· - συνήθως ἐπὶ τῆς ἐπιούσης πρωΐας, [[αὔριον]] [[λίαν]] πρωί, ἐν Ὀδ. Ο. 506, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1224.
|lstext='''ἠῶθεν''': Δωρ. [[ἀῶθεν]], Ἐπίρρ. (ἠὼς) ὡς τὸ [[ἕωθεν]] (ὃ ἴδε), ἀπὸ πρωίας, «ἀπὸ τὴν αὐγήν», κατὰ τὰ «χαράγματα», Ἰλ. Λ. 555, Σ. 136, Ὀδ. Α. 372, κτλ.· [[ἠῶθεν]] μάλ᾿ ἦρι Ὀδ. Τ. 320· [[ἀῶθεν]] ἅμα δρόσῳ Θεόκρ. 15. 132· - συνήθως ἐπὶ τῆς ἐπιούσης πρωΐας, [[αὔριον]] [[λίαν]] πρωί, ἐν Ὀδ. Ο. 506, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1224.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />dès l’aurore, au point du jour.<br />'''Étymologie:''' [[ἠώς]], -θεν.
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠῶθεν Medium diacritics: ἠῶθεν Low diacritics: ηώθεν Capitals: ΗΩΘΕΝ
Transliteration A: ēō̂then Transliteration B: ēōthen Transliteration C: iothen Beta Code: h)w=qen

English (LSJ)

Dor. ἀῶθεν, Adv., (ἠώς)

   A from morn, i.e. at dawn, at break of day, Il.11.555, 18.136, Od.1.372, etc.; ἠῶθεν μάλ' ἦρι 19.320; ἀῶθεν θεν ἅμα δρόσῳ Theoc.15.132.    2 to-morrow morning, Od.15.506; in the morning, A.R.4.1224.

German (Pape)

[Seite 1180] vom Morgen an, ep. = ἕωθεν, Hom. oft, ἠῶθεν γὰρ νεῦμαι ἅμ' ἠελίῳ ἀνιόντι, am Morgen, mit Anbruch des Tages, gew. vom folgenden Tage, Il. 18, 136 Od. 1, 372. 15, 308; = heute Morgen ib. 506; sp. Ep., wie Ap. Rh. 4, 1224.

Greek (Liddell-Scott)

ἠῶθεν: Δωρ. ἀῶθεν, Ἐπίρρ. (ἠὼς) ὡς τὸ ἕωθεν (ὃ ἴδε), ἀπὸ πρωίας, «ἀπὸ τὴν αὐγήν», κατὰ τὰ «χαράγματα», Ἰλ. Λ. 555, Σ. 136, Ὀδ. Α. 372, κτλ.· ἠῶθεν μάλ᾿ ἦρι Ὀδ. Τ. 320· ἀῶθεν ἅμα δρόσῳ Θεόκρ. 15. 132· - συνήθως ἐπὶ τῆς ἐπιούσης πρωΐας, αὔριον λίαν πρωί, ἐν Ὀδ. Ο. 506, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1224.

French (Bailly abrégé)

adv.
dès l’aurore, au point du jour.
Étymologie: ἠώς, -θεν.