κωλυτικός: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κωλῡτικός''': -ή, -όν, ὡς τὸ [[κωλυτήριος]], ἐμποδίζων, κωλύων, τινός, ἀπό τινος πράγματος, Ξεν. Ἀπομν. 4. 5, 7, Ἀριστ. Ρητ. 1. 6, 2, Ἠθ. Ν. 1.6, 8, κ. ἀλλ. | |lstext='''κωλῡτικός''': -ή, -όν, ὡς τὸ [[κωλυτήριος]], ἐμποδίζων, κωλύων, τινός, ἀπό τινος πράγματος, Ξεν. Ἀπομν. 4. 5, 7, Ἀριστ. Ρητ. 1. 6, 2, Ἠθ. Ν. 1.6, 8, κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />capable d’empêcher, de mettre obstacle à, <i>gén;<br />Cp.</i> κωλυτικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[κωλύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A preventive, τινος of a thing, X.Mem.4.5.7 (Comp.), Arist.Rh.1362a29, EN1096b12, Thphr.Ign.45, Epicur.Ep.2p.52U., Porph.Abst.2.47: abs., in Astrol., ἀστὴρ ἄπρακτος καὶ κ. Vett.Val.178.30.
German (Pape)
[Seite 1543] zum Verhindern, Hemmen geschickt, geeignet; τὰ κωλυτικὰ τῶν ἐναντίων Arist. rhet. 1, 6; τῆς φθορᾶς de anim. 1, 1; Sp.; – compar., τοῦ δ' ἐπιμελεῖσθαι οἴει τι κωλυτικώτερον ἀκρασίας εἶναι Xen. Mem. 4, 5, 7.
Greek (Liddell-Scott)
κωλῡτικός: -ή, -όν, ὡς τὸ κωλυτήριος, ἐμποδίζων, κωλύων, τινός, ἀπό τινος πράγματος, Ξεν. Ἀπομν. 4. 5, 7, Ἀριστ. Ρητ. 1. 6, 2, Ἠθ. Ν. 1.6, 8, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
capable d’empêcher, de mettre obstacle à, gén;
Cp. κωλυτικώτερος.
Étymologie: κωλύω.