θεατρόμορφος: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them

Sophocles, Antigone, 495-496
(6_16)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεᾱτρόμορφος''': -ον, = [[θεατροειδής]], ἔχων [[σχῆμα]] θεάτρου, Λυκ. 600.
|lstext='''θεᾱτρόμορφος''': -ον, = [[θεατροειδής]], ἔχων [[σχῆμα]] θεάτρου, Λυκ. 600.
}}
{{grml
|mltxt=[[θεατρόμορφος]], -ον (Α)<br />[[θεατροειδής]], αυτός που έχει [[σχήμα]] θεάτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέατρο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ομοιό</i>-<i>μορφος</i>, <i>πολύ</i>-<i>μορφος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεᾱτρόμορφος Medium diacritics: θεατρόμορφος Low diacritics: θεατρόμορφος Capitals: ΘΕΑΤΡΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: theatrómorphos Transliteration B: theatromorphos Transliteration C: theatromorfos Beta Code: qeatro/morfos

English (LSJ)

ον,= θεατροειδής,

   A theatre-shaped, Lyc.600.

German (Pape)

[Seite 1190] = θεατροειδής, Lycophr. 600.

Greek (Liddell-Scott)

θεᾱτρόμορφος: -ον, = θεατροειδής, ἔχων σχῆμα θεάτρου, Λυκ. 600.

Greek Monolingual

θεατρόμορφος, -ον (Α)
θεατροειδής, αυτός που έχει σχήμα θεάτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό-μορφος, πολύ-μορφος].