ὀπισθοτονία: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(6_9)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀπισθοτονία''': ἡ, [[νόσος]] καθ’ ἣν τὰ [[μέλη]] τοῦ σώματος τεινόμενα κάμπτονται πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] καὶ ἀποσκληρύνονται, [[εἶδος]] τετάνου, τὸ τοῦ Πλινίου dolor inflexibilis, Cael. Aurel.
|lstext='''ὀπισθοτονία''': ἡ, [[νόσος]] καθ’ ἣν τὰ [[μέλη]] τοῦ σώματος τεινόμενα κάμπτονται πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] καὶ ἀποσκληρύνονται, [[εἶδος]] τετάνου, τὸ τοῦ Πλινίου dolor inflexibilis, Cael. Aurel.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀπισθοτονία]], ἡ (Α) [[οπισθότονος]]<br />[[νόσος]] [[κατά]] την οποία τα [[μέλη]] του σώματος, όταν τεντώνουν, κάμπτονται [[προς]] τα [[πίσω]] και σκληραίνουν.
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπισθοτονία Medium diacritics: ὀπισθοτονία Low diacritics: οπισθοτονία Capitals: ΟΠΙΣΘΟΤΟΝΙΑ
Transliteration A: opisthotonía Transliteration B: opisthotonia Transliteration C: opisthotonia Beta Code: o)pisqotoni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A a disease in which the body is drawn back and stiffens, tetanic recurvation, Cael.Aur.CP3.61.

German (Pape)

[Seite 358] ἡ, eine Krankheit, durch welche die Glieder nach hinten gezogen werden und steif werden, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπισθοτονία: ἡ, νόσος καθ’ ἣν τὰ μέλη τοῦ σώματος τεινόμενα κάμπτονται πρὸς τὰ ὀπίσω καὶ ἀποσκληρύνονται, εἶδος τετάνου, τὸ τοῦ Πλινίου dolor inflexibilis, Cael. Aurel.

Greek Monolingual

ὀπισθοτονία, ἡ (Α) οπισθότονος
νόσος κατά την οποία τα μέλη του σώματος, όταν τεντώνουν, κάμπτονται προς τα πίσω και σκληραίνουν.