εὔθλαστος: Difference between revisions
From LSJ
(6_15) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔθλαστος''': -ον, ([[θλάω]]) [[εὔθραυστος]], Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 12. | |lstext='''εὔθλαστος''': -ον, ([[θλάω]]) [[εὔθραυστος]], Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὔθλαστος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που θραύεται, που κομματιάζεται εύκολα, ο [[εύθραυστος]] («ὁ [[βλαστός]] ἀσθενέστερος γίνεται καὶ [[εὔθλαστος]]», Γεωπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[θλαστός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θλω</i> «[[σπάζω]], [[συντρίβω]]»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (θλάω)
A easily indented or bruised, Arist.Mete.386a26, Hero Spir.1 Praef., Gp.9.17.3.
German (Pape)
[Seite 1069] leicht zu zerquetschen, Arist. Meteor. 4, 9; Geop.
Greek (Liddell-Scott)
εὔθλαστος: -ον, (θλάω) εὔθραυστος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 12.
Greek Monolingual
εὔθλαστος, -ον (ΑΜ)
αυτός που θραύεται, που κομματιάζεται εύκολα, ο εύθραυστος («ὁ βλαστός ἀσθενέστερος γίνεται καὶ εὔθλαστος», Γεωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θλαστός (< θλω «σπάζω, συντρίβω»)].