ὑπερπλεονάζω: Difference between revisions
From LSJ
Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel
(6_2) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερπλεονάζω''': [[πλεονάζω]] ὑπερβολικῶς, [[ὑπερπερισσεύω]], Α΄ Ἐπιστολὴ πρὸς Τιμ. α΄, 14, Ἐκκλ. ΙΙ. μεταβ., [[κάμνω]] τι νὰ πλεονάσῃ Ἐκκλ. | |lstext='''ὑπερπλεονάζω''': [[πλεονάζω]] ὑπερβολικῶς, [[ὑπερπερισσεύω]], Α΄ Ἐπιστολὴ πρὸς Τιμ. α΄, 14, Ἐκκλ. ΙΙ. μεταβ., [[κάμνω]] τι νὰ πλεονάσῃ Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=être surabondant, excessif.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[πλεονάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
A abound exceedingly, 1 Ep.Ti.1.14, Vett. Val.85.17; ὁ -άζων ἀήρ Hero Spir.1.10.
German (Pape)
[Seite 1201] überaus überflüssig sein, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερπλεονάζω: πλεονάζω ὑπερβολικῶς, ὑπερπερισσεύω, Α΄ Ἐπιστολὴ πρὸς Τιμ. α΄, 14, Ἐκκλ. ΙΙ. μεταβ., κάμνω τι νὰ πλεονάσῃ Ἐκκλ.