κορσός: Difference between revisions
From LSJ
τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything
(6_14) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κορσός''': ό, = [[κορμός]], Ἡσύχ. | |lstext='''κορσός''': ό, = [[κορμός]], Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κορσός]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[κορμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κορ</i>-<i>σ</i>- που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>κορ</i>- της ρίζας <i>κερ</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[κείρω]]) με [[παρέκταση]] -<i>σ</i>-. Αρχικά θα [[πρέπει]] να υπήρξε επίθ., του οποίου το θηλ. [[κόρση]] ουσιαστικοποιήθηκε. Στην [[αρχή]] η λ. [[κόρση]] σήμαινε το «[[κόψιμο]] τών μαλλιών» ([[έτσι]] τήν ετυμολογούσαν και οι Αρχαίοι), ενώ στη [[συνέχεια]] δήλωσε τα [[ίδια]] τα μαλλιά, [[ιδίως]] στα [[πλάγια]] της κεφαλής, στους κροτάφους]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A = κορμός, Hsch. (Cf. κοῦρος (B).)
Greek (Liddell-Scott)
κορσός: ό, = κορμός, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κορσός, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κορμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κορ-σ- που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα κορ- της ρίζας κερ- (βλ. λ. κείρω) με παρέκταση -σ-. Αρχικά θα πρέπει να υπήρξε επίθ., του οποίου το θηλ. κόρση ουσιαστικοποιήθηκε. Στην αρχή η λ. κόρση σήμαινε το «κόψιμο τών μαλλιών» (έτσι τήν ετυμολογούσαν και οι Αρχαίοι), ενώ στη συνέχεια δήλωσε τα ίδια τα μαλλιά, ιδίως στα πλάγια της κεφαλής, στους κροτάφους].