σωστέος: Difference between revisions
From LSJ
οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνειν → chase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine
(6_4) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σωστέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ σῴζειν, Ἀριστείδ. 1. 566· ἴδε [[ἀρκτέον]]. ΙΙ. οὐδ., δεῖ σῴζειν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1385. Ἀριστοφ. Λυσ. 501. - Ὁ [[τύπος]] σωτέος εὕρηται παρ’ Ἡσυχ., Σουΐδ. καὶ Φωτ. | |lstext='''σωστέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ σῴζειν, Ἀριστείδ. 1. 566· ἴδε [[ἀρκτέον]]. ΙΙ. οὐδ., δεῖ σῴζειν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1385. Ἀριστοφ. Λυσ. 501. - Ὁ [[τύπος]] σωτέος εὕρηται παρ’ Ἡσυχ., Σουΐδ. καὶ Φωτ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[σῴζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ον,
A to be saved, Aristid.Or.24(44).37. II σωστέον one must save, E.HF1385; you must be saved, Ar.Lys.501.-- The form σωτέος is cited by Hsch., Phot., Suid.
Greek (Liddell-Scott)
σωστέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ σῴζειν, Ἀριστείδ. 1. 566· ἴδε ἀρκτέον. ΙΙ. οὐδ., δεῖ σῴζειν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1385. Ἀριστοφ. Λυσ. 501. - Ὁ τύπος σωτέος εὕρηται παρ’ Ἡσυχ., Σουΐδ. καὶ Φωτ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de σῴζω.