χωριτικός: Difference between revisions
Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht
(6_11) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χωρῑτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς χωρικὸν ἢ [[ὅμοιος]] χωρικῷ, [[ἀγροτικός]], χ. [[πλῆθος]] Πλουτ. Περικλ. 34· χ. [[ἀνήρ]], [[χωρίτης]], [[χωρικός]], Αἰλ. Ποικ. Ἱστορ. 9. 27. Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν τρόπον τῶν χωρικῶν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν χλιδῇ, Ξεν. Κύρου 4. 5,. 54. | |lstext='''χωρῑτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς χωρικὸν ἢ [[ὅμοιος]] χωρικῷ, [[ἀγροτικός]], χ. [[πλῆθος]] Πλουτ. Περικλ. 34· χ. [[ἀνήρ]], [[χωρίτης]], [[χωρικός]], Αἰλ. Ποικ. Ἱστορ. 9. 27. Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν τρόπον τῶν χωρικῶν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν χλιδῇ, Ξεν. Κύρου 4. 5,. 54. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />de la campagne, campagnard : [[πλῆθος]] χωριτικόν PLUT foule des gens de campagne.<br />'''Étymologie:''' [[χωρίτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of country-folk, rustic, πλῆθος Plu.Per.34; χ. ἀνήρ countryman, Ael.VH9.27. Adv. -κῶς in rustic fashion, opp. ἐν χλιδῇ, X.Cyr.4.5.54, cf. Muson.Fr. 11p.59H.
German (Pape)
[Seite 1388] dem Landmanne gehörig, ländlich; πλῆθος, die Menge der Landbewohner, Plut. Pericl. 34. – Adv. χωριτικῶς, Ggstz ἐν χλιδῇ, Xen. Cyr. 4, 5,54.
Greek (Liddell-Scott)
χωρῑτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς χωρικὸν ἢ ὅμοιος χωρικῷ, ἀγροτικός, χ. πλῆθος Πλουτ. Περικλ. 34· χ. ἀνήρ, χωρίτης, χωρικός, Αἰλ. Ποικ. Ἱστορ. 9. 27. Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν τρόπον τῶν χωρικῶν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν χλιδῇ, Ξεν. Κύρου 4. 5,. 54.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de la campagne, campagnard : πλῆθος χωριτικόν PLUT foule des gens de campagne.
Étymologie: χωρίτης.