ἀγρώσσω: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγρώσσω''': Ἐπ. ἀντὶ [[ἀγρεύω]], ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., [[συλλαμβάνω]]· ἀγρώσσων ἰχθῦς, Ὀδ. Ε, 53· [[συχν]]. ἐν Ὀππ. Ἁλ. 3. 339, 543, κτλ.: - οὕτω Καλλ. εἰς Ἀπολλ. 60, Λυκόφρ., κτλ: - ἀπολ., [[ἐξέρχομαι]] ἐπὶ θήραν, Ὀππ. Κ. 1. 129: - Παθ., συλλαμβάνομαι, Ὀππ. Ἁλ. 3. 415., 4. 565.
|lstext='''ἀγρώσσω''': Ἐπ. ἀντὶ [[ἀγρεύω]], ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., [[συλλαμβάνω]]· ἀγρώσσων ἰχθῦς, Ὀδ. Ε, 53· [[συχν]]. ἐν Ὀππ. Ἁλ. 3. 339, 543, κτλ.: - οὕτω Καλλ. εἰς Ἀπολλ. 60, Λυκόφρ., κτλ: - ἀπολ., [[ἐξέρχομαι]] ἐπὶ θήραν, Ὀππ. Κ. 1. 129: - Παθ., συλλαμβάνομαι, Ὀππ. Ἁλ. 3. 415., 4. 565.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />chasser, pêcher.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγρα]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγρώσσω Medium diacritics: ἀγρώσσω Low diacritics: αγρώσσω Capitals: ΑΓΡΩΣΣΩ
Transliteration A: agrṓssō Transliteration B: agrōssō Transliteration C: agrosso Beta Code: a)grw/ssw

English (LSJ)

Ep. for ἀγρεύω, only in pres.,

   A catch, ἀγρώσσων ἰχθῦς Od.5.53; freq. in Opp., H.3.339,543, al., cf. Call.Ap.60, Lyc.598, etc.: abs., go hunting, Opp.C.1.129:—Pass., Id.H.3.415, 4.565.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγρώσσω: Ἐπ. ἀντὶ ἀγρεύω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., συλλαμβάνω· ἀγρώσσων ἰχθῦς, Ὀδ. Ε, 53· συχν. ἐν Ὀππ. Ἁλ. 3. 339, 543, κτλ.: - οὕτω Καλλ. εἰς Ἀπολλ. 60, Λυκόφρ., κτλ: - ἀπολ., ἐξέρχομαι ἐπὶ θήραν, Ὀππ. Κ. 1. 129: - Παθ., συλλαμβάνομαι, Ὀππ. Ἁλ. 3. 415., 4. 565.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
chasser, pêcher.
Étymologie: ἄγρα.