σημειώδης: Difference between revisions
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
(6_7) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σημειώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) σεσημειωμένος, [[ἀξιόλογος]], [[ἐπιφανής]], [[ἐπίσημος]], Στράβ. 334· ἐπὶ ὕφους πομπώδους, [[ἰδιότροπος]], Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. 2. ΙΙ. ὁ σημαίνων μέλλον, [[σημαντικός]], προοιωνιστικός, [[χαρακτηριστικός]], αἱ ἅλῳ σημειώδεις Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 3, 10, πρβλ. Θεοφρ. περὶ Ἀνέμ. 35· τὰ ἐνύπνια ἔχει τι σ. Ἀριστ. π. Μαντικῆς 1, 2, πρβλ. Πλούτ. 2. 286Α. - Ἐπίρρ. -δῶς, Στράβ. 759. | |lstext='''σημειώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) σεσημειωμένος, [[ἀξιόλογος]], [[ἐπιφανής]], [[ἐπίσημος]], Στράβ. 334· ἐπὶ ὕφους πομπώδους, [[ἰδιότροπος]], Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. 2. ΙΙ. ὁ σημαίνων μέλλον, [[σημαντικός]], προοιωνιστικός, [[χαρακτηριστικός]], αἱ ἅλῳ σημειώδεις Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 3, 10, πρβλ. Θεοφρ. περὶ Ἀνέμ. 35· τὰ ἐνύπνια ἔχει τι σ. Ἀριστ. π. Μαντικῆς 1, 2, πρβλ. Πλούτ. 2. 286Α. - Ἐπίρρ. -δῶς, Στράβ. 759. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br /><b>1</b> qui est un signe, qui signifie, qui présage;<br /><b>2</b> digne d’attention, notable;<br /><i>Sp.</i> σημειωδέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[σημεῖον]], -ωδης. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
ες,
A remarkable, conspicuous, Str.8.1.3 (Sup.); of language, peculiar, singular, ὀνόματα D.H.Isoc.2. II significant of something to come, ἅλῳ Arist.Mete.373a30, cf. Thphr.Vent.35; τὰ ἐνύπνια ἔχει τι σ. Arist. Div.Somn.462b15, cf. Phld.Sign.19, Plu.2.286b. Adv. -δῶς remarkably, Str.16.2.28.
German (Pape)
[Seite 875] ες, bezeichnend, bezeichnet, ausgezeichnet, Sp., wie M. Ant. 1, 17. – Auch bedeutend, vorbedeutend; Arist. divin. 1, 2; ὄψις, Plut. qu. Rom. 93. – Vgl. σημειωτός.
Greek (Liddell-Scott)
σημειώδης: -ες, (εἶδος) σεσημειωμένος, ἀξιόλογος, ἐπιφανής, ἐπίσημος, Στράβ. 334· ἐπὶ ὕφους πομπώδους, ἰδιότροπος, Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. 2. ΙΙ. ὁ σημαίνων μέλλον, σημαντικός, προοιωνιστικός, χαρακτηριστικός, αἱ ἅλῳ σημειώδεις Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 3, 10, πρβλ. Θεοφρ. περὶ Ἀνέμ. 35· τὰ ἐνύπνια ἔχει τι σ. Ἀριστ. π. Μαντικῆς 1, 2, πρβλ. Πλούτ. 2. 286Α. - Ἐπίρρ. -δῶς, Στράβ. 759.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 qui est un signe, qui signifie, qui présage;
2 digne d’attention, notable;
Sp. σημειωδέστατος.
Étymologie: σημεῖον, -ωδης.