παράκουσμα: Difference between revisions
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παράκουσμα''': τό, [[πρᾶγμα]] κακῶς ἀκουσθέν, ἐσφαλμένη [[ἀντίληψις]], [[σφάλμα]], Πλάτ. Ἐπιστ. 338D, 340Β, κτλ.· [[ψευδὴς]] [[διήγησις]], Στράβ. 317· ἐκ παρακούσματος, κατὰ παρανόησιν, Διον. Ἁλ. 9. 22. Ἰώσηπ. κατὰ Ἀπίωνος 1. 8· [[μάλιστα]] ἐπὶ φιλοσοφικῶν δοξασιῶν, γέμων περιπατητικῶν παρακρουσμάτων Ἰουλιαν. 330C. | |lstext='''παράκουσμα''': τό, [[πρᾶγμα]] κακῶς ἀκουσθέν, ἐσφαλμένη [[ἀντίληψις]], [[σφάλμα]], Πλάτ. Ἐπιστ. 338D, 340Β, κτλ.· [[ψευδὴς]] [[διήγησις]], Στράβ. 317· ἐκ παρακούσματος, κατὰ παρανόησιν, Διον. Ἁλ. 9. 22. Ἰώσηπ. κατὰ Ἀπίωνος 1. 8· [[μάλιστα]] ἐπὶ φιλοσοφικῶν δοξασιῶν, γέμων περιπατητικῶν παρακρουσμάτων Ἰουλιαν. 330C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />chose mal entendue <i>ou</i> mal comprise.<br />'''Étymologie:''' [[παρακούω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:23, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A thing heard amiss, false notion, Pl.Ep.338d (pl.), etc.; false story or report, Str.7.5.9 (pl.); ἐκ παρακούσματος or παρακουσμάτων D.H.9.22, J.Ap.1.8 ; equivocation, Περιπατητικῶν π. Jul.Caes.330c. II in pl., defects of hearing, Gal. 7.108.
German (Pape)
[Seite 485] τό, das Verhörte, falsch Gehörte, falsch Verstandene, Sp., vgl. D. Hal. 9, 22, οὔτ' ἀληθὲς ὄν, οὔτε πιθανόν, ἐκ παρακούσματος δέ τινος πεπλασμένον ὑπὸ τοῦ πλήθους. – Bei Plat. Ep. VII, 338 d 340 b scheint es das nebenbei Gehörte oder geradezu das Gehörte zu sein, wie bei Iulian. Caes. 26, 6 περιπατητικῶν παρακουσμάτων γέμων die Lehrsätze der Peripatetiker bedeutet.
Greek (Liddell-Scott)
παράκουσμα: τό, πρᾶγμα κακῶς ἀκουσθέν, ἐσφαλμένη ἀντίληψις, σφάλμα, Πλάτ. Ἐπιστ. 338D, 340Β, κτλ.· ψευδὴς διήγησις, Στράβ. 317· ἐκ παρακούσματος, κατὰ παρανόησιν, Διον. Ἁλ. 9. 22. Ἰώσηπ. κατὰ Ἀπίωνος 1. 8· μάλιστα ἐπὶ φιλοσοφικῶν δοξασιῶν, γέμων περιπατητικῶν παρακρουσμάτων Ἰουλιαν. 330C.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
chose mal entendue ou mal comprise.
Étymologie: παρακούω.