χωράρχης: Difference between revisions
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
(6_19) |
(47c) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χωράρχης''': -ου, ὁ, ὁ [[κύριος]], [[δεσπότης]], διοικητὴς χώρας ἢ ἐπαρχίας, Κ. Μανασσ. Χρον. 602, Βυζ.· -αρχία, ἡ, Κ. Μανασσ. Χρον. 5029. | |lstext='''χωράρχης''': -ου, ὁ, ὁ [[κύριος]], [[δεσπότης]], διοικητὴς χώρας ἢ ἐπαρχίας, Κ. Μανασσ. Χρον. 602, Βυζ.· -αρχία, ἡ, Κ. Μανασσ. Χρον. 5029. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />[[κύριος]], [[δεσπότης]], [[άρχοντας]] χώρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χώρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>στρατ</i>-<i>άρχης</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:15, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1387] ὁ, Herr des Landes, B. A. 316.
Greek (Liddell-Scott)
χωράρχης: -ου, ὁ, ὁ κύριος, δεσπότης, διοικητὴς χώρας ἢ ἐπαρχίας, Κ. Μανασσ. Χρον. 602, Βυζ.· -αρχία, ἡ, Κ. Μανασσ. Χρον. 5029.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
κύριος, δεσπότης, άρχοντας χώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. στρατ-άρχης].