ὁμολογητικός: Difference between revisions
From LSJ
Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστὶν· ἔχει δ' ἀγαθὰς δύο ὥρας, τὴν μίαν ἐν θαλάμῳ, τὴν μίαν ἐν θανάτῳ → Every woman is an annoyance. She has two good times: one in the bedroom, one in death.
(6_11) |
(28) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμολογητικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὁμολογίαν. ― Ἐπίρρ. -κῶς. Εὐστ. 233. 41. | |lstext='''ὁμολογητικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὁμολογίαν. ― Ἐπίρρ. -κῶς. Εὐστ. 233. 41. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[ὁμολογητικός]], -ή, -όν) [[ομολογητής]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ομολογία]] ή στον ομολογητή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὁμολογητικόν</i><br />[[επιβεβαίωση]], [[επικύρωση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁμολογητικῶς</i> (Μ)<br />με ομολογητικό τρόπο, όπως ο [[ομολογητής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for confessing: Adv. -κῶς, ὀμνύειν Eust. 233.40.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμολογητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὁμολογίαν. ― Ἐπίρρ. -κῶς. Εὐστ. 233. 41.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ ὁμολογητικός, -ή, -όν) ομολογητής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομολογία ή στον ομολογητή
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμολογητικόν
επιβεβαίωση, επικύρωση.
επίρρ...
ὁμολογητικῶς (Μ)
με ομολογητικό τρόπο, όπως ο ομολογητής.