κάχληξ: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάχληξ''': ηκος, ὁ, πετράδιον ἐν τῇ κοίτῃ τοῦ ποταμοῦ ἢ ἐντὸς τῆς θαλάσσης, «χαλίκι», Σουΐδ. «λίθακες ἐν τοῖς ὕδασιν», Στράβ. 182·- περιληπτικῶς, «χαλίκια», Θουκ. 4. 26. (Πιθανῶς συγγενὲς τῷ [[χάλιξ]], calx, calculus).
|lstext='''κάχληξ''': ηκος, ὁ, πετράδιον ἐν τῇ κοίτῃ τοῦ ποταμοῦ ἢ ἐντὸς τῆς θαλάσσης, «χαλίκι», Σουΐδ. «λίθακες ἐν τοῖς ὕδασιν», Στράβ. 182·- περιληπτικῶς, «χαλίκια», Θουκ. 4. 26. (Πιθανῶς συγγενὲς τῷ [[χάλιξ]], calx, calculus).
}}
{{bailly
|btext=ηκος (ὁ) :<br />sable mêlé de cailloux du bord de l’eau.<br />'''Étymologie:''' LSJ : onomatopée.
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάχληξ Medium diacritics: κάχληξ Low diacritics: κάχληξ Capitals: ΚΑΧΛΗΞ
Transliteration A: káchlēx Transliteration B: kachlēx Transliteration C: kachliks Beta Code: ka/xlhc

English (LSJ)

ηκος, ὁ,

   A pebble in the beds of rivers, etc., Str.4.1.7 (pl.), Gal.12.292, Sch.Theoc.6.12 (pl.); = caementum, Gloss.: collectively, gravel, shingle, Th.4.26, J.AJ5.1.3: also κόχλαξ, = glarea, Gloss. (Onomatopoeic word, cf. καχλάζω.)

German (Pape)

[Seite 1409] ηκος, ὁ, Steinchen, Kiesel, wie sie auf dem Grunde der Flußbetten gefunden werden, auch Uferkies, Ufersand, das Ufer selbst; διαμώμενοι τὸν κάχληκα ἐπὶ τῇ θαλάσσῃ, ἔπινον οἷον εἰκὸς ὕδωρ Thuc. 4, 26; ποτάμιοι Strab. IV, 182; Sp.; κάχλακες steht Schol. Theocr. 6, 12.

Greek (Liddell-Scott)

κάχληξ: ηκος, ὁ, πετράδιον ἐν τῇ κοίτῃ τοῦ ποταμοῦ ἢ ἐντὸς τῆς θαλάσσης, «χαλίκι», Σουΐδ. «λίθακες ἐν τοῖς ὕδασιν», Στράβ. 182·- περιληπτικῶς, «χαλίκια», Θουκ. 4. 26. (Πιθανῶς συγγενὲς τῷ χάλιξ, calx, calculus).

French (Bailly abrégé)

ηκος (ὁ) :
sable mêlé de cailloux du bord de l’eau.
Étymologie: LSJ : onomatopée.