ὑποτρομέω: Difference between revisions
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποτρομέω''': [[ὑποτρέμω]], τρομέει δ’ ὑπὸ γυῖα Ἰλ. Κ. 95· ὑποτρομέουσιν ἅπαντες Χ. 241. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[τρέμω]] ἐνώπιόν τινος, Υ. 28· [[μετὰ]] δοτ., Γρηγ. Ναζ. 21. 10., 34. 2., 27. 4. | |lstext='''ὑποτρομέω''': [[ὑποτρέμω]], τρομέει δ’ ὑπὸ γυῖα Ἰλ. Κ. 95· ὑποτρομέουσιν ἅπαντες Χ. 241. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[τρέμω]] ἐνώπιόν τινος, Υ. 28· [[μετὰ]] δοτ., Γρηγ. Ναζ. 21. 10., 34. 2., 27. 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />trembler un peu : τινα IL devant qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπότρομος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
A = ὑποτρέμω, tremble under, τρομέει δ' ὑπὸ γυῖα Il.10.95. II c. acc., tremble before any one, μιν . . ὑποτρομέεσκον ὁρῶντες 20.28: withoutacc., ὑποτρομέουσιν ἅπαντες 22.241.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτρομέω: ὑποτρέμω, τρομέει δ’ ὑπὸ γυῖα Ἰλ. Κ. 95· ὑποτρομέουσιν ἅπαντες Χ. 241. ΙΙ. μετ’ αἰτ., τρέμω ἐνώπιόν τινος, Υ. 28· μετὰ δοτ., Γρηγ. Ναζ. 21. 10., 34. 2., 27. 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
trembler un peu : τινα IL devant qqn.
Étymologie: ὑπότρομος.