προσδιδάσκω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσδῐδάσκω''': [[διδάσκω]] [[προσέτι]], σμικρὸν πρ. τινὰ Πλάτ. Χαρμ. 173D· πρ. ἀγαθὰ καὶ προσμανθάνειν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 22.
|lstext='''προσδῐδάσκω''': [[διδάσκω]] [[προσέτι]], σμικρὸν πρ. τινὰ Πλάτ. Χαρμ. 173D· πρ. ἀγαθὰ καὶ προσμανθάνειν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 22.
}}
{{bailly
|btext=instruire en outre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[διδάσκω]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσδῐδάσκω Medium diacritics: προσδιδάσκω Low diacritics: προσδιδάσκω Capitals: ΠΡΟΣΔΙΔΑΣΚΩ
Transliteration A: prosdidáskō Transliteration B: prosdidaskō Transliteration C: prosdidasko Beta Code: prosdida/skw

English (LSJ)

   A teach besides, σμικρὸν π. τινά Pl.Chrm.173d; π. ἀγαθὰ καὶ προσμανθάνειν Men.553.4:—Pass., Ph.2.473 codd.

German (Pape)

[Seite 756] (s. διδάσκω), dazu lehren, σμικρόν με ἔτι προσδίδαξον Plat. Charm. 173 d.

Greek (Liddell-Scott)

προσδῐδάσκω: διδάσκω προσέτι, σμικρὸν πρ. τινὰ Πλάτ. Χαρμ. 173D· πρ. ἀγαθὰ καὶ προσμανθάνειν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 22.

French (Bailly abrégé)

instruire en outre.
Étymologie: πρός, διδάσκω.