δυσκατέργαστος: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσκατέργαστος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ κατεργασθῇ τις, [[λίθος]], Στράβ. 808· καρποὶ δυσκατεργαστότεροι, δυσπεπτότεροι, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 1. 14, 4. ΙΙ. = [[δυσκατάπρακτος]], Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 7, ἐν τῷ συγκρ.
|lstext='''δυσκατέργαστος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ κατεργασθῇ τις, [[λίθος]], Στράβ. 808· καρποὶ δυσκατεργαστότεροι, δυσπεπτότεροι, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 1. 14, 4. ΙΙ. = [[δυσκατάπρακτος]], Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 7, ἐν τῷ συγκρ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à exécuter, à accomplir ; difficile à achever, à tuer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[κατεργάζομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκατέργαστος Medium diacritics: δυσκατέργαστος Low diacritics: δυσκατέργαστος Capitals: ΔΥΣΚΑΤΕΡΓΑΣΤΟΣ
Transliteration A: dyskatérgastos Transliteration B: dyskatergastos Transliteration C: dyskatergastos Beta Code: duskate/rgastos

English (LSJ)

ον,

   A hard to work, λίθος Str.17.1.33; καρποὶ - ότεροι slower to mature, Thphr.CP1.14.4; hard of digestion, Dsc.2.93, Ph.2.244.    II = δυσκατάπρακτος, X.Mem.4.2.7 (Comp.).    III hard to tame, γένος ταύρων Agatharch.76 (Sup.); hard to overcome, Luc.Tyr. 15.

German (Pape)

[Seite 682] schwer zu bearbeiten, λίθος Strab. XVII p. 808; Poll. 5, 105; – schwer zu verdauen, Theophr.; vgl. Ath. II, 42 c; – schwer zu erarbeiten, zu erreichen, im compar., Xen. Mem. 4, 2, 7.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκατέργαστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ κατεργασθῇ τις, λίθος, Στράβ. 808· καρποὶ δυσκατεργαστότεροι, δυσπεπτότεροι, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 1. 14, 4. ΙΙ. = δυσκατάπρακτος, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 7, ἐν τῷ συγκρ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à exécuter, à accomplir ; difficile à achever, à tuer.
Étymologie: δυσ-, κατεργάζομαι.