μήλειος: Difference between revisions
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
(6_17) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μήλειος''': -ον, καὶ α, ον, ([[μῆλον]] Α) ὁ ἀνήκων εἰς [[πρόβατον]], πρόβειος, κρέα Ἡρόδ. 1. 119· μ. [[φόνος]], σφαγὴ προβάτων, Εὐρ. Ἠλ. 92· [[γάλα]] ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 218. ΙΙ. ([[μῆλον]] Β), [[καρπὸς]] ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ μήλου, Νικ. Ἀλ. 238, Ἀπολλ. Ρόδ. Ε. 1401. | |lstext='''μήλειος''': -ον, καὶ α, ον, ([[μῆλον]] Α) ὁ ἀνήκων εἰς [[πρόβατον]], πρόβειος, κρέα Ἡρόδ. 1. 119· μ. [[φόνος]], σφαγὴ προβάτων, Εὐρ. Ἠλ. 92· [[γάλα]] ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 218. ΙΙ. ([[μῆλον]] Β), [[καρπὸς]] ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ μήλου, Νικ. Ἀλ. 238, Ἀπολλ. Ρόδ. Ε. 1401. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />de mouton, de brebis.<br />'''Étymologie:''' [[μῆλον]]¹. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, also α, ον, (μῆλον A)
A of or belonging to a sheep, στέαρ Hp.Nat.Mul.32; κρέα Hdt.1.119; μ. φόνος slaughter of sheep, E.El. 92; γάλα Id.Cyc.218. II (μῆλον B) of the apple, σπέρματα, στύπος, Nic.Al.238, A.R.4.1401.
German (Pape)
[Seite 172] 1) von Schaafen; γάλα, Eur. Cycl. 217; αἷμα μηλείου φόνου, El. 92; τράπεζαι ἐπίπλεαι μηλείων κρεῶν, Her. 1, 119. – 2) vom Apfelbaum; στύπ ος, Stamm des Apfelbaumes, Ap. Rh. 4, 1401; Nic. Al. 238.
Greek (Liddell-Scott)
μήλειος: -ον, καὶ α, ον, (μῆλον Α) ὁ ἀνήκων εἰς πρόβατον, πρόβειος, κρέα Ἡρόδ. 1. 119· μ. φόνος, σφαγὴ προβάτων, Εὐρ. Ἠλ. 92· γάλα ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 218. ΙΙ. (μῆλον Β), καρπὸς ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ μήλου, Νικ. Ἀλ. 238, Ἀπολλ. Ρόδ. Ε. 1401.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de mouton, de brebis.
Étymologie: μῆλον¹.