ἀντεκκόπτω: Difference between revisions
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντεκκόπτω''': [[ἀντεκκόπτω]] καὶ ἐγὼ πρὸς ἐκδίκησιν, ἀντεκβάλλω, ὄντος νόμου, ἐάν τις ὀφθαλμόν ἐκκόψῃ, ἀντεκκόψαι [[παρασχεῖν]] τὸν [[ἑαυτοῦ]] Δημ. 744. 13, Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 1, 34, 15. | |lstext='''ἀντεκκόπτω''': [[ἀντεκκόπτω]] καὶ ἐγὼ πρὸς ἐκδίκησιν, ἀντεκβάλλω, ὄντος νόμου, ἐάν τις ὀφθαλμόν ἐκκόψῃ, ἀντεκκόψαι [[παρασχεῖν]] τὸν [[ἑαυτοῦ]] Δημ. 744. 13, Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 1, 34, 15. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=mutiler à son tour <i>ou</i> en retour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἐκκόπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
A knock out in return, ὀφθαλμόν D 24.140; εἴ τις τὸν ὀφθαλμὸν ἐξέκοψέ τινος, ἀντεκκοπῆναι Arist.MM1194a38, cf. D.S.12.17.
German (Pape)
[Seite 245] dagegen, zur Vergeltung, ausschlagen, ὀφθαλμόν Dem. 24, 140; D. Sic. 12, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεκκόπτω: ἀντεκκόπτω καὶ ἐγὼ πρὸς ἐκδίκησιν, ἀντεκβάλλω, ὄντος νόμου, ἐάν τις ὀφθαλμόν ἐκκόψῃ, ἀντεκκόψαι παρασχεῖν τὸν ἑαυτοῦ Δημ. 744. 13, Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 1, 34, 15.