ἀρκτῷος: Difference between revisions
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
(6_4) |
(Bailly1_1) |
||
Line 19: | Line 19: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρκτῷος''': -α, -ον, (ἄρκτος) ὁ εἰς ἄρκτον ἀνήκων, «ἀρκουδένιος», ἀρκτῴαις γενύεσσιν Νόνν. Δ. 2. 44. 2) [[ἀρκτικός]], [[βόρειος]], [[μῆκος]] ἐπ’ ἀρκτῴοιο τιταινόμεναι βορέαο Διον. Π. 519, κτλ.· τὰ ἀρκτῷα, αἱ ἀρκτικαὶ χῶραι, ὁ βορρᾶς, Λουκ. Ἐπισκ. 5. | |lstext='''ἀρκτῷος''': -α, -ον, (ἄρκτος) ὁ εἰς ἄρκτον ἀνήκων, «ἀρκουδένιος», ἀρκτῴαις γενύεσσιν Νόνν. Δ. 2. 44. 2) [[ἀρκτικός]], [[βόρειος]], [[μῆκος]] ἐπ’ ἀρκτῴοιο τιταινόμεναι βορέαο Διον. Π. 519, κτλ.· τὰ ἀρκτῷα, αἱ ἀρκτικαὶ χῶραι, ὁ βορρᾶς, Λουκ. Ἐπισκ. 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> d’ours;<br /><b>2</b> du nord, arctique.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρκτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ον, (ἄρκτος)
A of a bear, γενύεσσιν Nonn.D.2.44. 2 arctic, northern, βορέας D.P.519, etc.; κρυμός Lib.Or.59.128; τὰ ἀ. the arctic regions, Luc.Cont.5. ἀρνῳδός,ἀρνῳδός,ἀρνῳδός,αρνωδός,ΑΡΝΩΔΟΣ,arnōidós,arnōdos,arnodos,a)rnw|do/s,ὁ
{{ |= EM146.55." }}
German (Pape)
[Seite 354] α, ον, nördlich, gegen Norden gelegen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρκτῷος: -α, -ον, (ἄρκτος) ὁ εἰς ἄρκτον ἀνήκων, «ἀρκουδένιος», ἀρκτῴαις γενύεσσιν Νόνν. Δ. 2. 44. 2) ἀρκτικός, βόρειος, μῆκος ἐπ’ ἀρκτῴοιο τιταινόμεναι βορέαο Διον. Π. 519, κτλ.· τὰ ἀρκτῷα, αἱ ἀρκτικαὶ χῶραι, ὁ βορρᾶς, Λουκ. Ἐπισκ. 5.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 d’ours;
2 du nord, arctique.
Étymologie: ἄρκτος.