μετασχημάτισις: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
(6_9)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετασχημάτῐσις''': ἡ, [[μετατροπή]], μεταβολὴ σχήματος ἢ μορφῆς, Ἀριστ. Φυσ. 1. 7, 7, π. Οὐραν. 3. 7, 6, π. Αἰσθ. 6. 15· καὶ μετασχημᾰτισμός, ὁ, Πλούτ. 2. 687Β.
|lstext='''μετασχημάτῐσις''': ἡ, [[μετατροπή]], μεταβολὴ σχήματος ἢ μορφῆς, Ἀριστ. Φυσ. 1. 7, 7, π. Οὐραν. 3. 7, 6, π. Αἰσθ. 6. 15· καὶ μετασχημᾰτισμός, ὁ, Πλούτ. 2. 687Β.
}}
{{grml
|mltxt=[[μετασχημάτισις]], ἡ (Α) [[μετασχηματίζω]]<br />[[μετασχηματισμός]].
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετασχημᾰτῐσις Medium diacritics: μετασχημάτισις Low diacritics: μετασχημάτισις Capitals: ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΙΣ
Transliteration A: metaschēmátisis Transliteration B: metaschēmatisis Transliteration C: metaschimatisis Beta Code: metasxhma/tisis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A change of form, Arist.Ph.190b5, Cael. 305b29, Sens.446b6.

German (Pape)

[Seite 155] ἡ, die Umgestaltung, Umbildung, Arist. de sensu 6.

Greek (Liddell-Scott)

μετασχημάτῐσις: ἡ, μετατροπή, μεταβολὴ σχήματος ἢ μορφῆς, Ἀριστ. Φυσ. 1. 7, 7, π. Οὐραν. 3. 7, 6, π. Αἰσθ. 6. 15· καὶ μετασχημᾰτισμός, ὁ, Πλούτ. 2. 687Β.

Greek Monolingual

μετασχημάτισις, ἡ (Α) μετασχηματίζω
μετασχηματισμός.