φρεατιαῖος: Difference between revisions
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
(6_4) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φρεᾱτιαῖος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς [[φρέαρ]] ἢ δεξαμενήν, [[ὕδωρ]] Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 6, 3˙ φρ. [[ὕδωρ]], «νερὸν πηγαδήσιον», Ἕρμιππος ἐν «Κέκρωψι» 3˙ φρ. ὕδατα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ [[ῥυτά]], Πλούτ. 2. 945C, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6. ― Ἀπαντᾷ καὶ ὁ παρεφθαρμένος [[τύπος]] φρεατίδιος [[αὐτόθι]] 690Β. | |lstext='''φρεᾱτιαῖος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς [[φρέαρ]] ἢ δεξαμενήν, [[ὕδωρ]] Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 6, 3˙ φρ. [[ὕδωρ]], «νερὸν πηγαδήσιον», Ἕρμιππος ἐν «Κέκρωψι» 3˙ φρ. ὕδατα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ [[ῥυτά]], Πλούτ. 2. 945C, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6. ― Ἀπαντᾷ καὶ ὁ παρεφθαρμένος [[τύπος]] φρεατίδιος [[αὐτόθι]] 690Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />de puits.<br />'''Étymologie:''' [[φρέαρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ον,
A belonging to a well or tank, ὕδωρ Hermipp.39, Thphr.CP2.6.3; φ. ὕδατα, opp. ῥυτά, Plu.2.954c, cf. Arist.Mete.353b26.
German (Pape)
[Seite 1304] zum Brunnen gehörig; ὕδωρ, Brunnen-, Röhrwasser, Hermipp. bei Ath. IV, 124; Plut. qu. nat. 2 prim. frig. 20.
Greek (Liddell-Scott)
φρεᾱτιαῖος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς φρέαρ ἢ δεξαμενήν, ὕδωρ Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 6, 3˙ φρ. ὕδωρ, «νερὸν πηγαδήσιον», Ἕρμιππος ἐν «Κέκρωψι» 3˙ φρ. ὕδατα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ῥυτά, Πλούτ. 2. 945C, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6. ― Ἀπαντᾷ καὶ ὁ παρεφθαρμένος τύπος φρεατίδιος αὐτόθι 690Β.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de puits.
Étymologie: φρέαρ.