σεμνομυθέω: Difference between revisions
From LSJ
αὐτῇ καθ' αὑτὴν εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος → by using his mind alone by itself and uncorrupted
(6_2) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σεμνομῡθέω''': [[σεμνολογέω]], Εὐρ. Ἱππ. 490, Ἀνδρ. 234· [[ὡσαύτως]] ὡς ἀποθ. σεμνομυθέομαι, Φίλων 1. 233. | |lstext='''σεμνομῡθέω''': [[σεμνολογέω]], Εὐρ. Ἱππ. 490, Ἀνδρ. 234· [[ὡσαύτως]] ὡς ἀποθ. σεμνομυθέομαι, Φίλων 1. 233. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[σεμνολογέω]].<br />'''Étymologie:''' [[σεμνός]], [[μῦθος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
A = σεμνολογέω, E.Hipp.490, Andr.234, Phld.Vit.p.36 J. (dub.), Ph. 1.151:—also Med. σεμνομυθέομαι, ib.233.
German (Pape)
[Seite 871] = σεμνολογέω, Eur. Hipp. 490 Andr. 233; häufiger σεμνομυθέομαι, Philo u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σεμνομῡθέω: σεμνολογέω, Εὐρ. Ἱππ. 490, Ἀνδρ. 234· ὡσαύτως ὡς ἀποθ. σεμνομυθέομαι, Φίλων 1. 233.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. σεμνολογέω.
Étymologie: σεμνός, μῦθος.