προσεδρία: Difference between revisions
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
(6_10) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσεδρία''': ἡ, ἴδε ἐν λ. [[προσεδρεία]]. | |lstext='''προσεδρία''': ἡ, ἴδε ἐν λ. [[προσεδρεία]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[προσεδρεία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
A v. προσεδρεία.
German (Pape)
[Seite 757] ἡ, = προσεδρεία, Eur. Or. 93. 304.
Greek (Liddell-Scott)
προσεδρία: ἡ, ἴδε ἐν λ. προσεδρεία.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
βλ. προσεδρεία.