κοίλωσις: Difference between revisions
From LSJ
ταῦτα δηλώσω αὐτός τε νοσήσας καὶ αὐτὸς ἰδὼν ἄλλους πάσχοντας → I shall describe those symptoms, since I myself had the disease and witnessed as well what others were suffering
(6_8) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοίλωσις''': -εως, ἡ, [[κοίλωμα]], ἡ [[κοιλία]], Ἰαμβλ. Ἀριθμ. σ. 172. [[ἐσφαλμένως]] κοιλίωσις ἐν Νικομ. Ἁρμον. σ. 19. | |lstext='''κοίλωσις''': -εως, ἡ, [[κοίλωμα]], ἡ [[κοιλία]], Ἰαμβλ. Ἀριθμ. σ. 172. [[ἐσφαλμένως]] κοιλίωσις ἐν Νικομ. Ἁρμον. σ. 19. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κοίλωσις]], ἡ (Α) [[κοιλώ]]<br />η [[ενέργεια]] του [[κοιλώ]], η [[κοίλανση]], το [[κοίλωμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A cavity, Hp.Carn.15, Sor.1.82; hollowing out, of flutes, Nicom.Harm.4,10 (pl., κοιλιώς- codd.).
German (Pape)
[Seite 1467] ἡ, richtigere Lesart für κοιλίωσις Nicom. Harm. p. 172.
Greek (Liddell-Scott)
κοίλωσις: -εως, ἡ, κοίλωμα, ἡ κοιλία, Ἰαμβλ. Ἀριθμ. σ. 172. ἐσφαλμένως κοιλίωσις ἐν Νικομ. Ἁρμον. σ. 19.
Greek Monolingual
κοίλωσις, ἡ (Α) κοιλώ
η ενέργεια του κοιλώ, η κοίλανση, το κοίλωμα.