σελινίτης: Difference between revisions
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(6_2) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σελῑνίτης''': [[οἶνος]], ὁ, παρεσκευασμένος διὰ σελίνου, Διοσκ. 5. 74. ΙΙ. -ιτις, -ιδος, ἡ, [[χαμαίκισσος]], Διοσκ. 4. 126 (ἐν τοῖς Νόθ.). | |lstext='''σελῑνίτης''': [[οἶνος]], ὁ, παρεσκευασμένος διὰ σελίνου, Διοσκ. 5. 74. ΙΙ. -ιτις, -ιδος, ἡ, [[χαμαίκισσος]], Διοσκ. 4. 126 (ἐν τοῖς Νόθ.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />(σε συνεκφ. με το [[οἶνος]]) [[κρασί]] αρωματισμένο με [[σέλινο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σέλινον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>μηλ</i>-[[ίτης]] (Ι)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑτ] οἶνος, ὁ, wine
A flavoured with celery, Dsc.5.74. II σελῑν-ῖτις, ιδος, ἡ,= χαμαίκισσος, Ps.-Dsc.4.125.
German (Pape)
[Seite 870] ὁ, οἶνος, mit Eppich bereiteter Wein, Diosc. u. Geop.
Greek (Liddell-Scott)
σελῑνίτης: οἶνος, ὁ, παρεσκευασμένος διὰ σελίνου, Διοσκ. 5. 74. ΙΙ. -ιτις, -ιδος, ἡ, χαμαίκισσος, Διοσκ. 4. 126 (ἐν τοῖς Νόθ.).
Greek Monolingual
ὁ, Α
(σε συνεκφ. με το οἶνος) κρασί αρωματισμένο με σέλινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σέλινον + επίθημα -ίτης (πρβλ. μηλ-ίτης (Ι)].