ῥυμοτομέω: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
(6_20)
(4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥῡμοτομέω''': πόλιν, διαιρῶ πόλιν εἰς ὁδοὺς ἢ συνοικίας, διαμετρήσας τὸν τόπον καὶ ῥυμοτομήσας φιλοτέχνως Διόδ. 17. 52· ῥυμοτομήσας δὲ εὐδιαθέτως [[εἴσω]] τὸ [[στρατόπεδον]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 5, 2· - Παθ., ἐρρυμοτομημένος πρὸς ὀρθὰς γωνίας Στράβ. 565. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥυμοτομεῖται· εἰς ὀρθὸν κόπτεται.».
|lstext='''ῥῡμοτομέω''': πόλιν, διαιρῶ πόλιν εἰς ὁδοὺς ἢ συνοικίας, διαμετρήσας τὸν τόπον καὶ ῥυμοτομήσας φιλοτέχνως Διόδ. 17. 52· ῥυμοτομήσας δὲ εὐδιαθέτως [[εἴσω]] τὸ [[στρατόπεδον]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 5, 2· - Παθ., ἐρρυμοτομημένος πρὸς ὀρθὰς γωνίας Στράβ. 565. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥυμοτομεῖται· εἰς ὀρθὸν κόπτεται.».
}}
{{elru
|elrutext='''ῥῡμοτομέω:''' [[ῥύμη]] 5] разделять (город) на кварталы или улицы, планировать Diod.
}}
}}

Revision as of 03:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῡμοτομέω Medium diacritics: ῥυμοτομέω Low diacritics: ρυμοτομέω Capitals: ΡΥΜΟΤΟΜΕΩ
Transliteration A: rhymotoméō Transliteration B: rhymotomeō Transliteration C: rymotomeo Beta Code: r(umotome/w

English (LSJ)

πόλιν, (

   A ῥύμη 11) divide a town by streets, D.S.17.52, J.BJ 3.5.2:—Pass., πόλις κακῶς, καινῶς, ἐρρυμοτομημένη Dicaearch. 1.1,12; τετράπυλος ἐρρυμοτομημένος πρὸς ὀρθὰς γωνίας Str.12.4.7, cf. Cleom.2.1.

German (Pape)

[Seite 851] πόλιν, die Stadt in Straßen, Viertel zerschneiden, eintheilen, D. Sic. 17, 52.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῡμοτομέω: πόλιν, διαιρῶ πόλιν εἰς ὁδοὺς ἢ συνοικίας, διαμετρήσας τὸν τόπον καὶ ῥυμοτομήσας φιλοτέχνως Διόδ. 17. 52· ῥυμοτομήσας δὲ εὐδιαθέτως εἴσω τὸ στρατόπεδον Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 5, 2· - Παθ., ἐρρυμοτομημένος πρὸς ὀρθὰς γωνίας Στράβ. 565. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥυμοτομεῖται· εἰς ὀρθὸν κόπτεται.».

Russian (Dvoretsky)

ῥῡμοτομέω: ῥύμη 5] разделять (город) на кварталы или улицы, планировать Diod.