συνεκπορίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεκπορίζω''': βοηθῶ, συνεργῶ εἰς πορισμὸν ἢ παροχήν, εἰ δέ τῳ ἢ ἀσθενοῦντι ἢ ἀποροῦντι συνεξεπόρισά τι Ξεν. Ἀνάβ. 5. 8, 25· προφάσεις εὐσχήμονας ἀμωσγέπως συνεκπορίζειν Πλούτ. 2. 73Ε.
|lstext='''συνεκπορίζω''': βοηθῶ, συνεργῶ εἰς πορισμὸν ἢ παροχήν, εἰ δέ τῳ ἢ ἀσθενοῦντι ἢ ἀποροῦντι συνεξεπόρισά τι Ξεν. Ἀνάβ. 5. 8, 25· προφάσεις εὐσχήμονας ἀμωσγέπως συνεκπορίζειν Πλούτ. 2. 73Ε.
}}
{{bailly
|btext=contribuer à fournir, à procurer.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκπορίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκπορίζω Medium diacritics: συνεκπορίζω Low diacritics: συνεκπορίζω Capitals: ΣΥΝΕΚΠΟΡΙΖΩ
Transliteration A: synekporízō Transliteration B: synekporizō Transliteration C: synekporizo Beta Code: sunekpori/zw

English (LSJ)

   A help in procuring or supplying, τινί τι X.An. 5.8.25; προφάσεις Plu.2.73e; τὰ ἀναγκαῖα Hierocl. in CA11p.444M.

German (Pape)

[Seite 1013] mit oder zugleich ausfinden u. anschaffen, Xen. An. 5, 8, 25 u. Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκπορίζω: βοηθῶ, συνεργῶ εἰς πορισμὸν ἢ παροχήν, εἰ δέ τῳ ἢ ἀσθενοῦντι ἢ ἀποροῦντι συνεξεπόρισά τι Ξεν. Ἀνάβ. 5. 8, 25· προφάσεις εὐσχήμονας ἀμωσγέπως συνεκπορίζειν Πλούτ. 2. 73Ε.

French (Bailly abrégé)

contribuer à fournir, à procurer.
Étymologie: σύν, ἐκπορίζω.