ἐκπορίζω
English (LSJ)
A invent, contrive, ἄδικα E.Ba.1042 (anap.); φόνον εἴς τινα Id.Ion1114; μηχανήν Ar.V.365; ἐ. ὅπως.. Id.Lys.421.
II provide, furnish, στέγη..πάντ' ἐ. S.Ph.299; ἀργύριον ὑμῖν And.2.17; ὅπια τινί Th.6.72; χρήματα, μισθόν,X.Cyr.3.1.30,An.5.6.19; τὸ συμφέρον ἑκάστῳ Pl.R. 341d, etc.; procure, βίον Ar.V.1113, cf. Pl.Men.78e:—so in Med., provide for oneself, τὰ αὑτῶν Th.1.82, cf.125; ταῖς ἡδοναῖς πλήρωσιν Pl.Grg. 492a; γράμματα παρά τινος Plb.22.3.2 (but Med., also, supply to others, BCH48.3 (Brusa)).
III discharge a cargo, OGI 521.27,30 (Abydos, v A. D.).
Spanish (DGE)
I tr.
1 en sent. material procurar, proporcionar, abastecer de
a) c. ac. στέγη πυρὸς μέτα πάντ' ἐκπορίζει S.Ph.299, πάντα γὰρ κεντοῦμεν ἄνδρα κἀκπορίζομεν βίον Ar.V.1113, ἐκπορίζειν τὸ ἐπιθυμούμενον Plot.4.4.17, en v. pas. ὅσα μὲν ὑπ' ἐμοῦ προσῆκον ἦν ἐκπορισθῆναι D.C.50.16.1
•en v. med. procurarse, obtener τὰ αὐτοῦ ἅμα ἐκποριζώμεθα Th.1.82, cf. 125, Pl.Grg.492a, Plb.22.3.2, ἐξεπορίσατο ... παρὰ τοῦ βασιλέως ... εἰς ἐλαιοχρίστιον καθ' ἕκαστον ἐνιαυτὸν δραχμὰς φʹ IMetropolis 1B.23 (II a.C.), IPrusa 1001.17 (II a.C.);
b) c. ac. y dat. de pers. οἷς τε ὅπλα μὴ ἔστιν ἐκπορίζοντες proporcionando armas a quienes no las tienen Th.6.72, ἀργύριον ὑμῖν And.2.17, τοῖς δεομένοις βίον Isoc.8.131, cf. 46, X.Cyr.3.1.30, An.5.6.19, Pl.R.341d, Prt.321b, Luc.Merc.Cond.30;
c) fig. procurar, proveer de σμικρᾶς ἀπ' ἀρχῆς νεῖκος ἀνθρώποις μέγα γλῶσσ' ἐκπορίζει la lengua proporciona a los hombres gran disputa a partir de un pequeño comienzo E.Andr.643, cf. Pl.Ep.331c, Men.78e, en v. pas. πῶς οὖν καὶ τοῦτο ἐξεπορίσθη; Gr.Thaum.Pan.Or.5.76
•c. ὅπως y fut. procurar que ἐκπορίσας ὅπως κωπῆς ἔσονται Ar.Lys.421.
2 ref. operaciones mentales maquinar, tramar ἄδικος ἄδικά τ' ἐκπορίζων ἀνήρ E.Ba.1042, ἐς παῖδ' ἐκπορίζουσαι φόνον E.Io 1114, μηχανήν Ar.V.365.
II intr., prob. por contaminación c. ἐκπορεύω salir, partir ἐξεπόρισα ἐκ τοῦ Βυζαντίου Marc.Diac.V.Porph.27, ἐντεῦθεν SEG 34.1243.30, cf. 27 (Misia V d.C.).
German (Pape)
[Seite 776] ausmitteln, ausfindig machen; καινὴν μηχανήν Ar. Vesp. 365. 859; herbeischaffen, erwerben, βίον 1113; τῇ πόλει ὧν ἐπιθυμεῖ τ. Plat. Gorg. 157 b; darreichen, gewähren, wie τροφάς τινι Prot. 321 b; τὸ ξυμφέρον, τὸ βέλτιστον, Rep. I, 342 a 345 d; ἀσφάλειαν Plut. Anton. 68; vgl. auch Soph. Phil. 299. – Med., sich verschaffen; Thuc. 1, 82; τὴν σωτηρίαν 6, 83; ταῖς ἡδοναῖς πλήρωσιν Plat. Gorg. 492 a; Sp., wie Pol. 23, 1, 2. – Bei Eur. φόνον, ἄδικα, anstiften, verüben, Ion 1114 Bacch. 1042.
French (Bailly abrégé)
1 procurer, fournir : τινί τι qch à qqn;
2 imaginer, machiner, acc.;
Moy. ἐκπορίζομαι = se procurer, acc..
Étymologie: ἐκ, πορίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπορίζω:
1 выдумывать, изобретать (καινὴν μηχανήν Arph.);
2 добывать, доставлять, обеспечивать (πάντα Soph.; ὅπλα τινί Thuc.; μισθὸν τῇ στρατιᾷ Xen.; τροφάς τινι Plat.; ἀσφάλειαν Plut.; med. σωτηρίαν Thuc.; πλήρωσιν ταῖς ἡδοναῖς Plat.; γράμματα πρός τινα Polyb.): ἐ. βίον Arph. добывать себе средства к жизни;
3 затевать, задумывать, замышлять (φόνον εἴς τινα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπορίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ: - ἐφευρίσκω, ἐπινοῶ, ἄδικα Εὐρ. Βάκχ. 1042· φόνον εἴς τινα ὁ αὔτ. Ἴων 1114· καινὴν ἐκπ. μηχανὴν Ἀριστοφ. Σφ. 365· τὸ ξυμφέρον ἑκάστῳ Πλάτ. Πολ. 341D· ἐκπ. ὅπως... Ἀριστοφ. Λυσ. 421. ΙΙ. προμηθεύω, χορηγῶ, στέγη πυρὸς μέτα πάντ’ ἐκπορίζει πλὴν τὸ μὴ νοσεῖν ἐμὲ Σοφ. Φ. 299· ἀργύριον ὑμῖν Ἀνδοκ. 21. 42· ὅπλα τινὶ Θουκ. 6. 72· βίον Ἀριστοφ. Σφ. 1113· χρήματα, μισθὸν Ξεν. Κύρ. 3. 1, 30, Ἀν. 5. 6, 19, κτλ. - Μέσ., προμηθεύω δι’ ἐμαυτόν, λαμβάνω, τι Θουκ. 1. 82, 125, Πλάτ. Γοργ. 492Α, κ. ἀλλ. - Πρβλ. καὶ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 35.
Greek Monolingual
(AM ἐκπορίζω)
1. επινοώ
2. προμηθεύω, χορηγώ
αρχ.
1. βρίσκω τα μέσα για τη ζωή
2. ξεφορτώνω.
Greek Monotonic
ἐκπορίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ,
I. εφευρίσκω, επινοώ, σε Ευρ.
II. προμηθεύω, χορηγώ, σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ. — Μέσ., προμηθεύομαι, εφοδιάζομαι, σε Θουκ.
Middle Liddell
fut. Attic ιῶ
I. to invent, contrive, Eur.
II. to provide, furnish, Soph., Ar., etc.:—Mid. to provide for oneself, procure, Thuc.
Lexicon Thucydideum
subministrare, to furnish, supply, 6.72.4,
MED. comparare sibi, to win over to oneself, 1.82.1, [nonnulli codd. several manuscripts ἐκποριζόμεθα]. 1.125.2, 6.83.2.