πάστας: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
(6_4)
(31)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάστας''': α, ὁ, [[κύριος]], [[δεσπότης]], Κρητ. [[λέξις]] ἐν Hell. J. τ. 13, σ. 53, 60.
|lstext='''πάστας''': α, ὁ, [[κύριος]], [[δεσπότης]], Κρητ. [[λέξις]] ἐν Hell. J. τ. 13, σ. 53, 60.
}}
{{grml
|mltxt=-α, ὁ, Α<br />[[κύριος]], [[δεσπότης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πᾱ</i> του άχρηστου ενεστ. [[πάομαι]] με -<i>σ</i>- (πιθ. κατ' [[επίδραση]] του αόρ. <i>ἐ</i>-<i>πασ</i>-<i>άμην</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τᾱς</i> / -<i>της</i>].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάστας Medium diacritics: πάστας Low diacritics: πάστας Capitals: ΠΑΣΤΑΣ
Transliteration A: pástas Transliteration B: pastas Transliteration C: pastas Beta Code: pa/stas

English (LSJ)

α, ὁ, (πάομαι)

   A owner, Leg.Gort.2.43, al.

Greek (Liddell-Scott)

πάστας: α, ὁ, κύριος, δεσπότης, Κρητ. λέξις ἐν Hell. J. τ. 13, σ. 53, 60.

Greek Monolingual

-α, ὁ, Α
κύριος, δεσπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πᾱ του άχρηστου ενεστ. πάομαι με -σ- (πιθ. κατ' επίδραση του αόρ. -πασ-άμην) + επίθημα -τᾱς / -της].