ἐγκατατάσσω: Difference between revisions
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
(6_5) |
(big3_13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγκατατάσσω''': Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω, [[κατατάσσω]] ἢ τοποθετῶ εἰς, Λογγῖνος 10. 7, κτλ. ΙΙ. ἐπιδοκιμάζω, [[ἐγκρίνω]], κυρῶ, Κλήμ. Ἀλ. 227. | |lstext='''ἐγκατατάσσω''': Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω, [[κατατάσσω]] ἢ τοποθετῶ εἰς, Λογγῖνος 10. 7, κτλ. ΙΙ. ἐπιδοκιμάζω, [[ἐγκρίνω]], κυρῶ, Κλήμ. Ἀλ. 227. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. -ττω<br /><b class="num">1</b> [[incluir en]], [[intercalar]], [[insertar]] c. dat. loc. o constr. prep., gener. ref. escritos οὐδὲν φλοιῶδες ἢ ἄσεμνον ἢ σχολικὸν ἐγκατατάττοντες διὰ μέσου Longin.10.7, ἃ δίκαιον ἐγκατατάξαι τῇ γραφῇ Marcellin.<i>Puls</i>.474, ἐν τοῖς συμβεβηκόσιν αὐτάς Pamph.Mon.<i>Solut</i>.11.69, en v. pas. ῥυθμοὶ ... ἐγκατατεταγμένοι ἀδήλως en la prosa, D.H.<i>Comp</i>.25.9, ἡ [[γοῦν]] Ἰούδα προδοσία ... ἐγκατατέτακται τοῖς εὐαγγελίοις Origenes <i>Io</i>.1.11, cf. Clem.Al.<i>Strom</i>.6.13.107, τῇ (ἀληθείᾳ) οἷον ἐγκατατεταγμένῃ τῷ μικτῷ Dam.<i>in Phlb</i>.253.<br /><b class="num">2</b> [[admitir]], [[sancionar]] en v. pas. ὁ γάμος Clem.Al.<i>Paed</i>.2.10.95.<br /><b class="num">3</b> [[poner a cargo de]] c. dat. χειροτονεῖ ἐπίσκοπον, ἐγκατατάξας κωμυδρίῳ Pall.<i>V.Chrys</i>.7.13<br /><b class="num">•</b>[[destinar]], [[relegar]] en v. pas. ἵππος σταδιοδορομεῖν οὐκέτι δυνάμενος μυλῶνι Pall.<i>V.Chrys</i>.12.46.<br /><b class="num">4</b> en v. med. [[ponerse en su sitio]], [[colocarse en formación]] οἱ μὲν ἀσυνήθεις ... ἐγκατατάσσονται πολὺν ἀναλίσκοντες χρόνον los que no están acostumbrados pierden mucho tiempo hasta que se colocan en formación</i> Onas.10.3. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 21 August 2017
English (LSJ)
Att. ἐγκατατάττω,
A arrange or place in, Longin.10.7, Marcellin.Puls.474:—Pass., Onos.10.3; ῥυθμοὶ - τεταγμένοι ἀδήλως rhythms introduced unobtrusively, D.H.Comp.25 (cf. ἐγκαταχωρίζω).
German (Pape)
[Seite 706] att. -τάττω, darin, darunter ordnen, einsetzen, Clem. Al. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκατατάσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω, κατατάσσω ἢ τοποθετῶ εἰς, Λογγῖνος 10. 7, κτλ. ΙΙ. ἐπιδοκιμάζω, ἐγκρίνω, κυρῶ, Κλήμ. Ἀλ. 227.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω
1 incluir en, intercalar, insertar c. dat. loc. o constr. prep., gener. ref. escritos οὐδὲν φλοιῶδες ἢ ἄσεμνον ἢ σχολικὸν ἐγκατατάττοντες διὰ μέσου Longin.10.7, ἃ δίκαιον ἐγκατατάξαι τῇ γραφῇ Marcellin.Puls.474, ἐν τοῖς συμβεβηκόσιν αὐτάς Pamph.Mon.Solut.11.69, en v. pas. ῥυθμοὶ ... ἐγκατατεταγμένοι ἀδήλως en la prosa, D.H.Comp.25.9, ἡ γοῦν Ἰούδα προδοσία ... ἐγκατατέτακται τοῖς εὐαγγελίοις Origenes Io.1.11, cf. Clem.Al.Strom.6.13.107, τῇ (ἀληθείᾳ) οἷον ἐγκατατεταγμένῃ τῷ μικτῷ Dam.in Phlb.253.
2 admitir, sancionar en v. pas. ὁ γάμος Clem.Al.Paed.2.10.95.
3 poner a cargo de c. dat. χειροτονεῖ ἐπίσκοπον, ἐγκατατάξας κωμυδρίῳ Pall.V.Chrys.7.13
•destinar, relegar en v. pas. ἵππος σταδιοδορομεῖν οὐκέτι δυνάμενος μυλῶνι Pall.V.Chrys.12.46.
4 en v. med. ponerse en su sitio, colocarse en formación οἱ μὲν ἀσυνήθεις ... ἐγκατατάσσονται πολὺν ἀναλίσκοντες χρόνον los que no están acostumbrados pierden mucho tiempo hasta que se colocan en formación Onas.10.3.