ἀμετάπταιστος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(big3_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμετάπταιστος''': -ον, μὴ ὑποπίπτων εἰς [[πταῖσμα]], [[ἀναμάρτητος]], Γαλην. | |lstext='''ἀμετάπταιστος''': -ον, μὴ ὑποπίπτων εἰς [[πταῖσμα]], [[ἀναμάρτητος]], Γαλην. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[infalible]] χρὴ δὲ τὰς προρρήσεις ἢ ἀμεταπταίστους εἶναι διὰ παντὸς ἢ σπανιάκις σφάλλεσθαι Gal.17(1).863. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A infallible, πρόρρησις Gal.17(1).863.
German (Pape)
[Seite 122] dasselbe, eigtl. der nicht straucheln kann, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετάπταιστος: -ον, μὴ ὑποπίπτων εἰς πταῖσμα, ἀναμάρτητος, Γαλην.
Spanish (DGE)
-ον
infalible χρὴ δὲ τὰς προρρήσεις ἢ ἀμεταπταίστους εἶναι διὰ παντὸς ἢ σπανιάκις σφάλλεσθαι Gal.17(1).863.