σύντασις: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(6_11)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύντᾰσις''': ἡ, τὸ [[ὁμοῦ]] ἐντείνεσθαι, [[ἔντασις]], Λατιν. contentio, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄, 969, Ἀριστ. Προβλ. 4. 26, 4. 2) σφοδρὰ [[προσπάθεια]], [[ἔντασις]] ἰσχυρὰ τῶν δυνάμεων, [[προσπάθεια]], Πλάτ. Συμπ. 206Β, Φίληβ. 46D. ΙΙ. [[διαστολή]], [[διάστασις]], τέντωμα, καὶ ὑποχονδρίου ξύντασις μετ’ ὀδύνης γίγνεται Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄, 948 περὶ τὸ [[τέλος]].
|lstext='''σύντᾰσις''': ἡ, τὸ [[ὁμοῦ]] ἐντείνεσθαι, [[ἔντασις]], Λατιν. contentio, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄, 969, Ἀριστ. Προβλ. 4. 26, 4. 2) σφοδρὰ [[προσπάθεια]], [[ἔντασις]] ἰσχυρὰ τῶν δυνάμεων, [[προσπάθεια]], Πλάτ. Συμπ. 206Β, Φίληβ. 46D. ΙΙ. [[διαστολή]], [[διάστασις]], τέντωμα, καὶ ὑποχονδρίου ξύντασις μετ’ ὀδύνης γίγνεται Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄, 948 περὶ τὸ [[τέλος]].
}}
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. ξύντασις, -άσεως, ἡ, Α [[συντείνω]]<br /><b>1.</b> [[διάταση]], [[τέντωμα]] («καὶ ὑποχονδρίου ξύντασις μετ' ὀδύνης γίγνεται», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> έντονη [[προσπάθεια]] («τῇ τῆς ψυχῆς συντάσσει», Δίων Κάσσ.).
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύντᾰσις Medium diacritics: σύντασις Low diacritics: σύντασις Capitals: ΣΥΝΤΑΣΙΣ
Transliteration A: sýntasis Transliteration B: syntasis Transliteration C: syntasis Beta Code: su/ntasis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A tension, rigidity, ὑποχονδρίου Hp.Epid.1.12, cf. 1.26.β, 2.3.6, Arist.Pr.879b17, Sor.2.17, Gal.6.198, 15.609.    2 vehement effort, exertion, Pl.Smp.206b, Phlb.46d.

German (Pape)

[Seite 1033] ἡ, Spannung, Anstrengung, καὶ ἡ σπουδή Plat. Conv. 206 b.

Greek (Liddell-Scott)

σύντᾰσις: ἡ, τὸ ὁμοῦ ἐντείνεσθαι, ἔντασις, Λατιν. contentio, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄, 969, Ἀριστ. Προβλ. 4. 26, 4. 2) σφοδρὰ προσπάθεια, ἔντασις ἰσχυρὰ τῶν δυνάμεων, προσπάθεια, Πλάτ. Συμπ. 206Β, Φίληβ. 46D. ΙΙ. διαστολή, διάστασις, τέντωμα, καὶ ὑποχονδρίου ξύντασις μετ’ ὀδύνης γίγνεται Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄, 948 περὶ τὸ τέλος.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξύντασις, -άσεως, ἡ, Α συντείνω
1. διάταση, τέντωμα («καὶ ὑποχονδρίου ξύντασις μετ' ὀδύνης γίγνεται», Ιπποκρ.)
2. έντονη προσπάθεια («τῇ τῆς ψυχῆς συντάσσει», Δίων Κάσσ.).