παραναλίσκω: Difference between revisions

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρᾰναλίσκω''': μέλλ. -ανᾱλώσω, κακῶς δαπανῶ, ἀσωτεύω, σπαταλῶ, παραναλώσετε πάντα ὅσ’ ἂν δαπανήσητε Δημ. 1432. 16· π. εἰς οὐδὲν [[δέον]] ὁ αὐτ. 167. 14· - Παθ., ἐπὶ προσώπων, ματαίως, ἀνωφελῶς θυσιάζομαι, παραναλώθησαν Πλουτ. Λύσανδρ. 28, κτλ.· - μετοχ. παθ. ἐνεστ. παρανᾱλούμενος (ἐκ τοῦ παραναλόω) ἀπαντᾷ παρ’ Ἀντιφάνει ἐν «Μύστιδι» 2. 5: πρκμ. παραναλωμένος, παρ’ Ἀρχεδίκῳ ἐν «Θησαυρῷ» 1. 11.
|lstext='''παρᾰναλίσκω''': μέλλ. -ανᾱλώσω, κακῶς δαπανῶ, ἀσωτεύω, σπαταλῶ, παραναλώσετε πάντα ὅσ’ ἂν δαπανήσητε Δημ. 1432. 16· π. εἰς οὐδὲν [[δέον]] ὁ αὐτ. 167. 14· - Παθ., ἐπὶ προσώπων, ματαίως, ἀνωφελῶς θυσιάζομαι, παραναλώθησαν Πλουτ. Λύσανδρ. 28, κτλ.· - μετοχ. παθ. ἐνεστ. παρανᾱλούμενος (ἐκ τοῦ παραναλόω) ἀπαντᾷ παρ’ Ἀντιφάνει ἐν «Μύστιδι» 2. 5: πρκμ. παραναλωμένος, παρ’ Ἀρχεδίκῳ ἐν «Θησαυρῷ» 1. 11.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> παραναλώσω, <i>ao. Pass.</i> παραναλώθην;<br />dépenser mal à propos <i>ou</i> en pure perte ; <i>Pass. en parl. de pers.</i> être sacrifié en pure perte.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀναλίσκω]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρᾰνᾱλίσκω Medium diacritics: παραναλίσκω Low diacritics: παραναλίσκω Capitals: ΠΑΡΑΝΑΛΙΣΚΩ
Transliteration A: paranalískō Transliteration B: paranaliskō Transliteration C: paranalisko Beta Code: paranali/skw

English (LSJ)

or παρᾰνᾱλ-όω, fut. -ανᾱλώσω,

   A spend amiss, waste, squander, throw away, παραναλώσετε πάνθ' ὅσ' ἂν δαπανήσητε D.Prooem. 21 ; ἐκ τῶν ἰδίων π. εἰς οὐδὲν δέον Id.13.4, cf. J.BJ 3.7.13 ; ruin, τὴν πόλιν ib.2.21.7 :—Pass., of persons, to be sacrificed incidentally, παραναλώθησαν Plu.Lys.28, cf. D.S.14.5 ; ἀπολώλαμεν, παρανηλώμεθα LXX Nu. 17.12(27) : in Com., to be spent incidentally, pres. part. Pass. παραναλούμενος Antiph.164.5 : pf. παραναλωμένος Arched.2.11.

German (Pape)

[Seite 490] (s. ἀναλίσκω), dabei verwenden, verbrauchen, auch schlecht, auf verkehrte Weise, wider die wahre Absicht verwenden, παραναλίσκετε εἰς οὐδὲν δέον, Dem. 13, 4, vgl. prooem. 21, Luc. Gymnas. 38: Plut. oft u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρᾰναλίσκω: μέλλ. -ανᾱλώσω, κακῶς δαπανῶ, ἀσωτεύω, σπαταλῶ, παραναλώσετε πάντα ὅσ’ ἂν δαπανήσητε Δημ. 1432. 16· π. εἰς οὐδὲν δέον ὁ αὐτ. 167. 14· - Παθ., ἐπὶ προσώπων, ματαίως, ἀνωφελῶς θυσιάζομαι, παραναλώθησαν Πλουτ. Λύσανδρ. 28, κτλ.· - μετοχ. παθ. ἐνεστ. παρανᾱλούμενος (ἐκ τοῦ παραναλόω) ἀπαντᾷ παρ’ Ἀντιφάνει ἐν «Μύστιδι» 2. 5: πρκμ. παραναλωμένος, παρ’ Ἀρχεδίκῳ ἐν «Θησαυρῷ» 1. 11.

French (Bailly abrégé)

f. παραναλώσω, ao. Pass. παραναλώθην;
dépenser mal à propos ou en pure perte ; Pass. en parl. de pers. être sacrifié en pure perte.
Étymologie: παρά, ἀναλίσκω.