πορφυροκλέπτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
(6_19)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πορφῠροκλέπτης''': -ου, ὁ, ὁ κλέπτων πορφύραν, Διογ. Λ. 6. 57.
|lstext='''πορφῠροκλέπτης''': -ου, ὁ, ὁ κλέπτων πορφύραν, Διογ. Λ. 6. 57.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που κλέβει πορφύρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]] <span style="color: red;">+</span> [[κλέπτης]].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφῠροκλέπτης Medium diacritics: πορφυροκλέπτης Low diacritics: πορφυροκλέπτης Capitals: ΠΟΡΦΥΡΟΚΛΕΠΤΗΣ
Transliteration A: porphyrokléptēs Transliteration B: porphyrokleptēs Transliteration C: porfyrokleptis Beta Code: porfurokle/pths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A stealer of purple, D.L.6.57.

German (Pape)

[Seite 686] ὁ, der Purpurdieb, D. L. 6, 57.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠροκλέπτης: -ου, ὁ, ὁ κλέπτων πορφύραν, Διογ. Λ. 6. 57.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που κλέβει πορφύρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + κλέπτης.