ὀψίκαρπος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀψίκαρπος''': -ον, ὁ ἀργὰ καρποφορῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 6, κλ.· - ὀψῐκαρπέω, καρποφορῶ ὀψίμως, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 17, 9· καὶ ὀψῐκαρπία, ἡ, [[ὄψιμος]] [[καρποφορία]], π. Φυτ. Ἱστ. 3. 2, 1. | |lstext='''ὀψίκαρπος''': -ον, ὁ ἀργὰ καρποφορῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 6, κλ.· - ὀψῐκαρπέω, καρποφορῶ ὀψίμως, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 17, 9· καὶ ὀψῐκαρπία, ἡ, [[ὄψιμος]] [[καρποφορία]], π. Φυτ. Ἱστ. 3. 2, 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀψίκαρπος]], -ον (Α)<br />αυτός που καρποφορεί [[αργά]], όψιμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀψι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>οψέ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A fruiting late, ib.6.4.6, al.
German (Pape)
[Seite 432] spät Frucht tragend; Plut. an seni 10; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψίκαρπος: -ον, ὁ ἀργὰ καρποφορῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 6, κλ.· - ὀψῐκαρπέω, καρποφορῶ ὀψίμως, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 17, 9· καὶ ὀψῐκαρπία, ἡ, ὄψιμος καρποφορία, π. Φυτ. Ἱστ. 3. 2, 1.
Greek Monolingual
ὀψίκαρπος, -ον (Α)
αυτός που καρποφορεί αργά, όψιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + καρπός].