ἄτυφος: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄτῡφος''': -ον, ὁ μὴ τετυφωμένος, μὴ ἀλαζών, [[ταπεινόφρων]], Πλάτ. Φαῖδρ. 230Α, Τίμων παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 761Ε: ― συγκρ. ἀτυφότερος, ἀτυφοτέραν μὲν ἐκείνης Πλούτ. Ἀλέξ. 45. ― Ἐπίρρ. -φως Πλούτ. 2. 32D· [[ὡσαύτως]] ἀτυφὶ (;) Συλλ. Ἐπιγρ. 1645β., ἀτυφότατα Σουΐδ. ἐν λέξ. [[ἀτυφία]].
|lstext='''ἄτῡφος''': -ον, ὁ μὴ τετυφωμένος, μὴ ἀλαζών, [[ταπεινόφρων]], Πλάτ. Φαῖδρ. 230Α, Τίμων παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 761Ε: ― συγκρ. ἀτυφότερος, ἀτυφοτέραν μὲν ἐκείνης Πλούτ. Ἀλέξ. 45. ― Ἐπίρρ. -φως Πλούτ. 2. 32D· [[ὡσαύτως]] ἀτυφὶ (;) Συλλ. Ἐπιγρ. 1645β., ἀτυφότατα Σουΐδ. ἐν λέξ. [[ἀτυφία]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans orgueil, modeste;<br /><i>Cp.</i> ἀτυφότερος.<br />'''Étymologie:''' ἀ, τύφος.
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄτῡφος Medium diacritics: ἄτυφος Low diacritics: άτυφος Capitals: ΑΤΥΦΟΣ
Transliteration A: átyphos Transliteration B: atyphos Transliteration C: atyfos Beta Code: a)/tufos

English (LSJ)

ον,

   A not puffed up, Pl.Phdr.230a, Timo9.1; esp. of the Stoic sage, Cleanth.Stoic.1.127: Comp., Plu.Alex.45: Sup., D.L.4.37. Adv. -φως Plu.2.32d, M.Ant.1.16.4: Comp. -ότερον Hierocl.in CA19p.461M.: Sup. -ότατα Ael.Fr.137:—also ἀτῡφί, dub. in IG14.2094.

German (Pape)

[Seite 390] ohne Anmaßung u. Hochmuth, bescheiden, Plat. Phaedr. 280; Cic. Att. 6, 9; Plut. Alex. 45. – Adv. ἀτύφως, M. Ant. 1, 16; superl. ἀτυφότατα, Ael.

Greek (Liddell-Scott)

ἄτῡφος: -ον, ὁ μὴ τετυφωμένος, μὴ ἀλαζών, ταπεινόφρων, Πλάτ. Φαῖδρ. 230Α, Τίμων παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 761Ε: ― συγκρ. ἀτυφότερος, ἀτυφοτέραν μὲν ἐκείνης Πλούτ. Ἀλέξ. 45. ― Ἐπίρρ. -φως Πλούτ. 2. 32D· ὡσαύτως ἀτυφὶ (;) Συλλ. Ἐπιγρ. 1645β., ἀτυφότατα Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀτυφία.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans orgueil, modeste;
Cp. ἀτυφότερος.
Étymologie: ἀ, τύφος.