μυροσταγής: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
(6_8)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῠροστᾰγής''': -ές, ὁ στάζων ἐκ μύρων, Σουΐδ. ἐν λέξει ἀναδούμενος.
|lstext='''μῠροστᾰγής''': -ές, ὁ στάζων ἐκ μύρων, Σουΐδ. ἐν λέξει ἀναδούμενος.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυροσταγής]], -ές (Α)<br />αυτός που στάζει [[μύρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σταγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στάζω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αιμο</i>-<i>σταγής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠροστᾰγής Medium diacritics: μυροσταγής Low diacritics: μυροσταγής Capitals: ΜΥΡΟΣΤΑΓΗΣ
Transliteration A: myrostagḗs Transliteration B: myrostagēs Transliteration C: myrostagis Beta Code: murostagh/s

English (LSJ)

ές,

   A dripping with unguent, Anon. ap. Suid. s.v. ἀναδούμενος.

German (Pape)

[Seite 221] ές, von Salböl träufelnd, frg. bei Suid. v. ἀναδούμενος.

Greek (Liddell-Scott)

μῠροστᾰγής: -ές, ὁ στάζων ἐκ μύρων, Σουΐδ. ἐν λέξει ἀναδούμενος.

Greek Monolingual

μυροσταγής, -ές (Α)
αυτός που στάζει μύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + -σταγής (< στάζω), πρβλ. αιμο-σταγής].