μονόστιχος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονόστῐχος''': -ον, ὁ ἐξ ἑνὸς στίχου ἀποτελούμενος, [[ἐπίγραμμα]] Ἀνθ. Π. 11. 312· τὰ μ., στίχοι μόνοι ἀποτελοῦντες ἔννοιαν αὐτοτελῆ, Πλουτ. Πομπ. 27· πρβλ. [[δίστιχος]]. | |lstext='''μονόστῐχος''': -ον, ὁ ἐξ ἑνὸς στίχου ἀποτελούμενος, [[ἐπίγραμμα]] Ἀνθ. Π. 11. 312· τὰ μ., στίχοι μόνοι ἀποτελοῦντες ἔννοιαν αὐτοτελῆ, Πλουτ. Πομπ. 27· πρβλ. [[δίστιχος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui se compose d’un seul vers.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[στίχος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A consisting of one verse, ἐπίγραμμα AP11.312 (Lucill.), Luc.Demon.44; μονόστιχα single verses, Plu.Pomp.27.
German (Pape)
[Seite 205] aus einer Reihe, ei nem Verse bestehend; ἐπίγραμμα, Lucill. 75 (XI, 312); Luc. Demon. 44.
Greek (Liddell-Scott)
μονόστῐχος: -ον, ὁ ἐξ ἑνὸς στίχου ἀποτελούμενος, ἐπίγραμμα Ἀνθ. Π. 11. 312· τὰ μ., στίχοι μόνοι ἀποτελοῦντες ἔννοιαν αὐτοτελῆ, Πλουτ. Πομπ. 27· πρβλ. δίστιχος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se compose d’un seul vers.
Étymologie: μόνος, στίχος.